Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προγαστρίδιος: Difference between revisions

From LSJ

Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau

Menander, Monostichoi, 267
m (Text replacement - "Ζεὺς" to "Ζεὺς")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] was man vor den Bauch hängt od. legt; [[ὅπλισις]], E. M; τὸ πρ., bei Luc. salt. 27 Iov. trag. 41, ein Kissen, mit dem sich die Schauspieler einen dicken Bauch machen.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] was man vor den Bauch hängt od. legt; [[ὅπλισις]], E. M; τὸ πρ., bei Luc. salt. 27 Iov. trag. 41, ein Kissen, mit dem sich die Schauspieler einen dicken Bauch machen.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γαστήρ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''προγαστρίδιος''': -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, [[ὅπλισις]] Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, [[ψευδὴς]] [[κοιλία]] ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.
|lstext='''προγαστρίδιος''': -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, [[ὅπλισις]] Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, [[ψευδὴς]] [[κοιλία]] ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, [[Ζεύς|Ζεὺς]] Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γαστήρ]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται [[πριν]] από την [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προγαστρίδιον</i><br />πρόσθετη, ψεύτικη [[κοιλιά]] την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη [[σκηνή]] προγάστορες, κοιλαράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i> «[[κοιλιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>προμετωπ</i>-[[ίδιος]])].
|mltxt=-ον, Α<br /><b>1.</b> αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται [[πριν]] από την [[κοιλιά]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ προγαστρίδιον</i><br />πρόσθετη, ψεύτικη [[κοιλιά]] την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη [[σκηνή]] προγάστορες, κοιλαράδες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[γαστήρ]], <i>γαστρός</i> «[[κοιλιά]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -[[ίδιος]] (<b>πρβλ.</b> <i>προμετωπ</i>-[[ίδιος]])].
}}
}}

Revision as of 08:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγαστρίδιος Medium diacritics: προγαστρίδιος Low diacritics: προγαστρίδιος Capitals: ΠΡΟΓΑΣΤΡΙΔΙΟΣ
Transliteration A: progastrídios Transliteration B: progastridios Transliteration C: progastridios Beta Code: progastri/dios

English (LSJ)

ον, A worn in front of the belly, ὅπλισις EM589.12. II Subst. προγαστρίδιον, τό, false paunch worn by actors, Luc.Salt.27, JTr.41.

German (Pape)

[Seite 713] was man vor den Bauch hängt od. legt; ὅπλισις, E. M; τὸ πρ., bei Luc. salt. 27 Iov. trag. 41, ein Kissen, mit dem sich die Schauspieler einen dicken Bauch machen.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui couvre le ventre ; τὸ προγαστρίδιον LUC le tablier de comédien.
Étymologie: πρό, γαστήρ.

Greek (Liddell-Scott)

προγαστρίδιος: -α, -ον, ὁ τιθέμενος πρὸ τῆς γαστρός, ὅπλισις Ἐτυμολ. Μέγ. 589. 12· ― προγαστρίδιον, τό, ψευδὴς κοιλία ἣν ἐφόρουν ὑποκριταὶ πρὸς παράστασιν ἀνθρώπων προγαστόρων, Λουκ. π. Ὀρχ. 27, Ζεὺς Τραγ. 41· πρβλ. προστερνίδιον.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που βρίσκεται ή τοποθετείται πριν από την κοιλιά
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ προγαστρίδιον
πρόσθετη, ψεύτικη κοιλιά την οποία φορούσαν οι Έλληνες και οι Ρωμαίοι ηθοποιοί προκειμένου να παρουσιάσουν στη σκηνή προγάστορες, κοιλαράδες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + γαστήρ, γαστρός «κοιλιά» + επίθημα -ίδιος (πρβλ. προμετωπ-ίδιος)].