προσμάχομαι: Difference between revisions
τῶν γὰρ μετρίων πρῶτα μὲν εἰπεῖν τοὔνομα νικᾷ → the first mention of the word moderation wins the game (Euripides, Medea 125f.)
m (Text replacement - "l’" to "l'") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0772.png Seite 772]] (s. [[μάχομαι]]), bestreiten, bekämpfen, c. dat., Plat. Legg. I, 647 c VIII, 830.a. u. Folgde, τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 28, 9; auch von Städten, stürmen, Xen. Cyr. 7, 5, 7; τοῖς τείχεσι, Plut. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0772.png Seite 772]] (s. [[μάχομαι]]), bestreiten, bekämpfen, c. dat., Plat. Legg. I, 647 c VIII, 830.a. u. Folgde, τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 28, 9; auch von Städten, stürmen, Xen. Cyr. 7, 5, 7; τοῖς τείχεσι, Plut. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>seul. prés. et impf.</i><br />combattre contre, s'élancer contre, donner l'assaut à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[μάχομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''προσμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ἐναντίον]] τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· [[μάλιστα]], [[προσβάλλω]] [[πάλιν]], ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7. | |lstext='''προσμάχομαι''': [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι [[ἐναντίον]] τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· [[μάλιστα]], [[προσβάλλω]] [[πάλιν]], ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 08:35, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], aor. -εμᾰχεσάμην J.AJ20.4.1:—fight against, τῇ δειλίᾳ Pl.Lg.647c, cf 830a, Plb.1.28.9; assault a town, X.Cyr.7.5.7; τοῖς τείχεσιν Plu.Demetr.33; κατὰ τὰς κλίμακας X.HG7.2.7.
German (Pape)
[Seite 772] (s. μάχομαι), bestreiten, bekämpfen, c. dat., Plat. Legg. I, 647 c VIII, 830.a. u. Folgde, τοῖς πολεμίοις, Pol. 1, 28, 9; auch von Städten, stürmen, Xen. Cyr. 7, 5, 7; τοῖς τείχεσι, Plut.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
combattre contre, s'élancer contre, donner l'assaut à, τινι.
Étymologie: πρός, μάχομαι.
Greek (Liddell-Scott)
προσμάχομαι: [ᾰ], μέλλ. -μαχέσομαι, Ἀττ. -μαχοῦμαι· ἀποθ. Μάχομαι ἐναντίον τινός, τινι Πλάτ. Νόμ. 647C, 830A, Πολύβ. 1. 28, 9· μάλιστα, προσβάλλω πάλιν, ἐπιτίθεμαι, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 7· τοῖς τείχεσι Πλουτ. Δημήτρ. 33· πρ. κατὰ τὰς κλίμακας Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 7.
Greek Monolingual
Α
1. μάχομαι, πολεμώ εναντίον κάποιου
2. (σχετικά με αφηρημένες καταστάσεις) αντιδρώ, αντιμάχομαι («τῇ μὲν δειλίᾳ τῇ ἐν αὐτῷ προσμαχόμενον καὶ νικῶντα αὐτήν», Πλάτ.)
3. επιτίθεμαι, εφορμώ («ὅπως μὲν ἂν τις τείχη οὕτως... ὑψηλὰ προσμαχόμενος ἕλοι», Ξεν.).
Greek Monotonic
προσμάχομαι: [ᾰ], μέλ. Αττ. -μαχοῦμαι, αποθ., μάχομαι ενάντια σε, τινι, σε Πλάτ.· επιτίθεμαι, προσβάλλω μια πόλη, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
προσμάχομαι: (только praes. и impf.)
1) вести борьбу, сражаться (τοῖς πολεμίοις Polyb.);
2) идти на приступ, штурмовать (τοῖς τείχεσι Plut.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-μάχομαι strijden tegen, bestormen, met dat.: τῇ... δειλίᾳ τῇ ἐν αὑτῷ προσμαχόμενον de lafheid in zichzelf bestrijdend Plat. Lg. 647c; προσμαχόμενος τοῖς τείχεσιν de muren bestormend Plut. Demetr. 33.4.
Middle Liddell
fut. attic -μαχοῦμαι
Dep. to fight against, τινι Plat.: to assault a town, Xen.