πυγαῖος: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(s.v.l.)" to "(s.v.l.)")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]], der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = [[πυγή]], Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst [[σπεῖρα]], VLL. – Nach Suid. auch = [[κατάπυγος]].
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0813.png Seite 813]] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]], der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = [[πυγή]], Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst [[σπεῖρα]], VLL. – Nach Suid. auch = [[κατάπυγος]].
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />des fesses ; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]] croupion.<br />'''Étymologie:''' [[πυγή]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πῡγαῖος''': -α, -ον, ([[πυγή]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. [[ἄκρον]], ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - [[ὡσαύτως]] ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ [[σπεῖρα]]· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν [[ὀστοῦν]]» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «[[πυγαῖος]], ὁ [[ἀκόλαστος]]» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.
|lstext='''πῡγαῖος''': -α, -ον, ([[πυγή]]) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ [[πυγή]], Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. [[ἄκρον]], ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - [[ὡσαύτως]] ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ [[σπεῖρα]]· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν [[ὀστοῦν]]» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «[[πυγαῖος]], ὁ [[ἀκόλαστος]]» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />des fesses ; τὸ πυγαῖον [[ἄκρον]] croupion.<br />'''Étymologie:''' [[πυγή]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 08:45, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡγαῖος Medium diacritics: πυγαῖος Low diacritics: πυγαίος Capitals: ΠΥΓΑΙΟΣ
Transliteration A: pygaîos Transliteration B: pygaios Transliteration C: pygaios Beta Code: pugai=os

English (LSJ)

α, ον, (πυγή) A of or on the rump: I τὸ π.,= ἡ πυγή, Hp. Art.57,78, Arist.HA620a15: pl., Archipp.41 (s.v.l.), Sor.1.102, Dsc. Eup.2.56, Hsch., Phot.; τὸ π. ἄκρον, of a bird, Hdt.2.76. II πυγαῖα, τά, in Architecture,= σπεῖρα, base of a column, Hsch. III = κατάπυγος, Suid. IV v. πυγλίον.

German (Pape)

[Seite 813] zum Steiß gehörig, am Steiß; τὸ πυγαῖον ἄκρον, der Bürzel der Vögel, Her. 2, 76, wie Arist. H. A. 9, 35. – Τὸ πυγαῖον, bei Sp. = πυγή, Poll. 2, 183; – τὰ πυγαῖα in der Baukunst die Unterlage der Säulen, der Säulenstuhl, sonst σπεῖρα, VLL. – Nach Suid. auch = κατάπυγος.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
des fesses ; τὸ πυγαῖον ἄκρον croupion.
Étymologie: πυγή.

Greek (Liddell-Scott)

πῡγαῖος: -α, -ον, (πυγή) ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πυγὴν ἢ ὁ ἐν τῇ πυγῆ, Ι. τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 823, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 35· τὸ π. ἄκρον, ἐπὶ πτηνοῦ, Ἡρόδ. 2. 76· - ὡσαύτως ἡ πυγαία, Πολυδ. Β΄, 183. ΙΙ. πυγαῖα, τὰ, ἐν τῇ Ἀρχιτεκτονικῇ, ἡ βάσις κίονος, ἀλλαχοῦ σπεῖρα· «πυγαῖα· τὰς σπείρας τῶν κιόνων» Ἡσύχ. 2) «τοῦ σώματος ἡμῶν τὰ κατὰ τὸ ἱερὸν ὀστοῦν» Σουΐδ. καὶ Ἡσύχ. ἐν λ. πυγαῖα. ΙΙΙ. «πυγαῖος, ὁ ἀκόλαστος» Σουΐδ. ἐν λ. πυγαία.

Greek Monolingual

-α, -ο / πυγαῖος, -αία, -ον, ΝΑ
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην πυγή, στην ουρά, ουραίος, οπίσθιος («τῶν πτερύγων καὶ τοῦ πυγαίου ἄκρου», Ηρόδ.)
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πυγαία
βάση κίονα, βάθρο στύλου ή στήλης
νεοελλ.
το ουδ. εν. ως ουσ. το πυγαίο(ν)
στρ. το οπίσθιο τμήμα του σωλήνα πυροβόλου
αρχ.
1. (κατά το λεξ. Σούδα) ο ακόλαστος, ο κίναιδος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πυγαῖον
η πυγή
3. (το θηλ. εν και το ουδ. πληθ. ως ουσ.) ἡ πυγαία και τὰ πυγαῖα
η περιοχή του ιερού οστού του ανθρώπινου σώματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + κατάλ. -αῖος (πρβλ. αγορ-αίος)].

Greek Monotonic

πῡγαῖος: -α, -ον (πυγή), αυτός που ανήκει ή βρίσκεται πάνω στον γλουτό· τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, γλουτός, πισινός, σε Ηρόδ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πυγαῖος -α -ον [πυγή] van de billen: subst. τὸ πυγαῖον achterste, billen. Hp. Art. 57; τὸ π. ἄκρον stuitje Hdt. 2.76.2.

Middle Liddell

πῡγαῖος, η, ον πυγή
of or on the rump: τὸ πυγαῖον = ἡ πυγή, the rump, Hdt.