σοφιστεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ἀνὴρ ἀτυχῶν δὲ σώζεται ταῖς ἐλπίσιν → Presso miseria spes salus est unica → Allein die Hoffnung trägt den, der im Unglück ist

Menander, Monostichoi, 643
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0914.png Seite 914]] ein Sophist sein, S. Emp. adv. rhett. 18 Plut. Caes. 3; bes. als Rhetor, Dem. 24. – Auch = wie ein Sophist künstlich erfinden, Hel. 6, 9; auch = listig sich verstellen, schlau verstecken, ἔρωτα 1, 10.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0914.png Seite 914]] ein Sophist sein, S. Emp. adv. rhett. 18 Plut. Caes. 3; bes. als Rhetor, Dem. 24. – Auch = wie ein Sophist künstlich erfinden, Hel. 6, 9; auch = listig sich verstellen, schlau verstecken, ἔρωτα 1, 10.
}}
{{bailly
|btext=faire fonction de sophiste.<br />'''Étymologie:''' [[σοφιστής]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''σοφιστεύω''': φέρομαι ὡς [[σοφιστής]], ἐνεργῶ ἢ συλλογίζομαι ὡς [[σοφιστής]], Δημ. 1415 ἐν τέλ., Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 1, 7, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 9. 2) [[διδάσκω]] ὡς οἱ σοφισταί, [[μάλιστα]] τὴν ῥητορικήν, Πλουτ. Λούκουλλ. 22, Καῖσ. 3, κτλ.· ἐπ’ ἀργυρίῳ ὁ αὐτ. 2. 1047F· - [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. τὰ ῥητορικά, [[διδάσκω]] τὴν ῥητορικὴν ἐν πραγματείαις, Στράβ. 614. ΙΙ. μεταβ., ἐπινοῶ ἐντέχνως, τι Ἡλιόδ. 6. 9· [[ὡσαύτως]], ἐντέχνως [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], τὸν ἔρωτα ὁ ἀυτ. 1. 10. - Ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
|lstext='''σοφιστεύω''': φέρομαι ὡς [[σοφιστής]], ἐνεργῶ ἢ συλλογίζομαι ὡς [[σοφιστής]], Δημ. 1415 ἐν τέλ., Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 1, 7, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 9. 2) [[διδάσκω]] ὡς οἱ σοφισταί, [[μάλιστα]] τὴν ῥητορικήν, Πλουτ. Λούκουλλ. 22, Καῖσ. 3, κτλ.· ἐπ’ ἀργυρίῳ ὁ αὐτ. 2. 1047F· - [[ὡσαύτως]] μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. τὰ ῥητορικά, [[διδάσκω]] τὴν ῥητορικὴν ἐν πραγματείαις, Στράβ. 614. ΙΙ. μεταβ., ἐπινοῶ ἐντέχνως, τι Ἡλιόδ. 6. 9· [[ὡσαύτως]], ἐντέχνως [[κρύπτω]], [[ἀποκρύπτω]], τὸν ἔρωτα ὁ ἀυτ. 1. 10. - Ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
}}
{{bailly
|btext=faire fonction de sophiste.<br />'''Étymologie:''' [[σοφιστής]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σοφιστεύω Medium diacritics: σοφιστεύω Low diacritics: σοφιστεύω Capitals: ΣΟΦΙΣΤΕΥΩ
Transliteration A: sophisteúō Transliteration B: sophisteuō Transliteration C: sofisteyo Beta Code: sofisteu/w

English (LSJ)

A play the sophist, deal or argue as one, D.61.48, Arist.SE165a28, Epicur. Nat.14.6; occupy oneself with academic pursuits, Cic.Att.2.9.3, 9.9.1; practise the profession of sophist, Epicur.Fr.172. 2 give lectures, as the Sophists did, especially in Rhetoric, Plu.Luc.22, Caes.3, etc.; ἐπ' ἀργυρίῳ Id.2.1047f: c. acc. cogn., σ. τὰ ῥητορικά lecture in rhetoric, Phld.Rh. 1.223 S., Str.13.1.66. II trans., devise artfully, τι Hld.6.9: also, conceal artfully, dissemble, τὸν ἔρωτα Id.1.10.

German (Pape)

[Seite 914] ein Sophist sein, S. Emp. adv. rhett. 18 Plut. Caes. 3; bes. als Rhetor, Dem. 24. – Auch = wie ein Sophist künstlich erfinden, Hel. 6, 9; auch = listig sich verstellen, schlau verstecken, ἔρωτα 1, 10.

French (Bailly abrégé)

faire fonction de sophiste.
Étymologie: σοφιστής.

Greek (Liddell-Scott)

σοφιστεύω: φέρομαι ὡς σοφιστής, ἐνεργῶ ἢ συλλογίζομαι ὡς σοφιστής, Δημ. 1415 ἐν τέλ., Ἀριστ. π. Σοφιστ. Ἐλέγχ. 1, 7, πρβλ. Κικ. πρὸς Ἀττ. 9. 9. 2) διδάσκω ὡς οἱ σοφισταί, μάλιστα τὴν ῥητορικήν, Πλουτ. Λούκουλλ. 22, Καῖσ. 3, κτλ.· ἐπ’ ἀργυρίῳ ὁ αὐτ. 2. 1047F· - ὡσαύτως μετὰ συστοίχ. αἰτ., σ. τὰ ῥητορικά, διδάσκω τὴν ῥητορικὴν ἐν πραγματείαις, Στράβ. 614. ΙΙ. μεταβ., ἐπινοῶ ἐντέχνως, τι Ἡλιόδ. 6. 9· ὡσαύτως, ἐντέχνως κρύπτω, ἀποκρύπτω, τὸν ἔρωτα ὁ ἀυτ. 1. 10. - Ἴδε Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

Greek Monolingual

Α
βλ. σοφιστεύομαι.

Greek Monotonic

σοφιστεύω: μέλ. -σω·
1. υποδύομαι τον σοφιστή, επιχειρηματολογώ ως σοφιστής, σε Δημ.
2. διδάσκω, παραδίδω μαθήματα ρητορικής, λέγεται για τους Σοφιστές, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

σοφιστεύω:
1) быть софистом, т. е. обучать (за плату) философии и риторике Plut.;
2) рассуждать как софист, прибегать к софизмам Arst., Dem.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σοφιστεύω [σοφιστής] de sofist uithangen, als een sofist redeneren. uitbr. lezingen geven, onderwijs geven (als een sofist).

Middle Liddell

σοφιστεύω, fut. -σω
1. to play the sophist, argue as one, Dem.
2. to give lectures, of the Sophists, Plut.