συγχώρημα: Difference between revisions
ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; [[συγχώρημα]] [[λαβεῖν]] [[παρά]] τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; [[περί]] τινος, 1, 85, 3. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0972.png Seite 972]] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; [[συγχώρημα]] [[λαβεῖν]] [[παρά]] τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; [[περί]] τινος, 1, 85, 3. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ατος (τό) :<br /><i>c.</i> [[συγχώρησις]].<br />'''Étymologie:''' [[συγχωρέω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''συγχώρημα''': τό, [[παραχώρησις]], συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν [[παρά]] τινος 4. 73, 10· [[περί]] τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. [[τιμῆς]] Πλουτ. Ποπλ. 20. | |lstext='''συγχώρημα''': τό, [[παραχώρησις]], συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν [[παρά]] τινος 4. 73, 10· [[περί]] τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. [[τιμῆς]] Πλουτ. Ποπλ. 20. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:05, 2 October 2022
English (LSJ)
ατος, τό, A concession, Plb.5.67.8, al.; σ. λαβεῖν παρά τινος Id.4.73.10; περί τινος Id.1.85.3; σ. γίγνεταί τινι Id.6.13.3; σ. τιμῆς Plu.Publ. 20. 2 agreement, PSI2.189.18 (ii A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 972] τό, das Nachgegebene, Erlaubniß, Urlaub; Pol. 5, 67, 8 u. öfter; συγχώρημα λαβεῖν παρά τινος, 4, 73, 10; c. inf., 4, 80, 12; περί τινος, 1, 85, 3.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
c. συγχώρησις.
Étymologie: συγχωρέω.
Greek (Liddell-Scott)
συγχώρημα: τό, παραχώρησις, συναίνεσις, Πολύβ. 5. 67, 8, κτλ.· συγχ. λαβεῖν παρά τινος 4. 73, 10· περί τινος 1. 85, 3· σ. γίγνεταί τινι 6. 13, 3· σ. τιμῆς Πλουτ. Ποπλ. 20.
Greek Monolingual
τὸ, Α συγχωρῶ
1. συγκατάνευση, συγκατάθεση, έγκριση («λαβόντες παρὰ τῶν Ἑλλήνων συγχώρημα διὰ τὸν ἀγῶνα τῶν Ὀλυμπίων», Πολ.)
2. συμφωνία, συνεννόηση («ὁμολογῶ πεπρακέναι τὸ ὑπάρχον μοι ἀπὸ δικαίου συγχωρήματος Κοπρέου ψιλὸν τόπον», πάπ.).
Greek Monotonic
συγχώρημα: -ατος, τό, παραχώρηση, υποχώρηση, συγκατάνευση, σε Πλούτ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγχώρημα -ατος, τό [συγχωρέω] concessie, toekenning. κατὰ τὸ συγχώρημα τῆς τιμῆς door de toekenning van dat eerbewijs Plut. Publ. 20.3.
Russian (Dvoretsky)
συγχώρημα: ατος τό уступка, согласие, разрешение (περί τινος Polyb.): σ. τῆς τιμῆς Plut. оказание почестей.
Middle Liddell
συγχώρημα, ατος, τό, [from συγχωρέω
a concession, Plut.