συγχράομαι: Difference between revisions

From LSJ

ἐάν μή διδάξητε περί ἀρετὴς τούς τό ἀργύριον κλέψαντας, οὐ ταξόμεθα οἱ ὁπλῖται → if you don't teach those who have stolen money a lesson on moral virtue, we, the hoplites, will not line up

Source
m (Text replacement - "d’" to "d'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0971.png Seite 971]] (s. [[χράομαι]]), dep. med., mit oder zugleich brauchen, mit verbrauchen, Pol. 3, 14, 5 u. öfter, u. Sp.; – leihen von Einem, παρὰ Ταραντίνων συγχρησάμενος πεντηκοντόρους, Pol. 1, 20, 14; – umgchen mit Einem, τινί, N. T.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0971.png Seite 971]] (s. [[χράομαι]]), dep. med., mit oder zugleich brauchen, mit verbrauchen, Pol. 3, 14, 5 u. öfter, u. Sp.; – leihen von Einem, παρὰ Ταραντίνων συγχρησάμενος πεντηκοντόρους, Pol. 1, 20, 14; – umgchen mit Einem, τινί, N. T.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> user de qch d'accord avec son prope intérêt ; profiter de, τινι;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> emprunter;<br /><b>2</b> avoir des relations de commerce avec, τινι;<br /><b>3</b> avoir commerce <i>ou</i> s'associer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χράομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συγχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθετ., ποιοῦμαι χρῆσιν ἀπὸ κοινοῦ, [[καθόλου]], μεταχειρίζομαί τι, ὠφελοῦμαι ἔκ τινος, τῇ συμμαχίᾳ, τοῖς καιροῖς, κτλ., Πολύβ. 1. 8, 1., 18. 34, 6, κτλ.· ταῖς ναυσὶ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 4. 6, 2· τινι συναγωνιστῇ, μεταχειρίζομαι ὡς βοηθόν, ὁ αὐτ. 3. 14, 5· ἐπὶ ἐμπορικῶν σχέσεων, σ. τῇ νήσῳ Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 159· [[καθόλου]], ἔχω σχέσεις, ἢ συναναστρέφομαι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 9· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Βυζ. ΙΙ. δανείζομαι ἀπό κοινοῦ, τί τινος, [[παρά]] τινος, Πολύβ. 1. 20, 14.
|lstext='''συγχράομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθετ., ποιοῦμαι χρῆσιν ἀπὸ κοινοῦ, [[καθόλου]], μεταχειρίζομαί τι, ὠφελοῦμαι ἔκ τινος, τῇ συμμαχίᾳ, τοῖς καιροῖς, κτλ., Πολύβ. 1. 8, 1., 18. 34, 6, κτλ.· ταῖς ναυσὶ [[πρός]] τι ὁ αὐτ. 4. 6, 2· τινι συναγωνιστῇ, μεταχειρίζομαι ὡς βοηθόν, ὁ αὐτ. 3. 14, 5· ἐπὶ ἐμπορικῶν σχέσεων, σ. τῇ νήσῳ Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 159· [[καθόλου]], ἔχω σχέσεις, ἢ συναναστρέφομαι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 9· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Βυζ. ΙΙ. δανείζομαι ἀπό κοινοῦ, τί τινος, [[παρά]] τινος, Πολύβ. 1. 20, 14.
}}
{{bailly
|btext=-ῶμαι;<br /><b>I.</b> user de qch d'accord avec son prope intérêt ; profiter de, τινι;<br /><b>II.</b> <i>particul.</i><br /><b>1</b> emprunter;<br /><b>2</b> avoir des relations de commerce avec, τινι;<br /><b>3</b> avoir commerce <i>ou</i> s'associer avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[χράομαι]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 09:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συγχράομαι Medium diacritics: συγχράομαι Low diacritics: συγχράομαι Capitals: ΣΥΓΧΡΑΟΜΑΙ
Transliteration A: synchráomai Transliteration B: synchraomai Transliteration C: sygchraomai Beta Code: sugxra/omai

English (LSJ)

A make use of, avail oneself of, τῇ συμμαχίᾳ τοῖς καιροῖς, etc., Plb.1.8.1, 18.51.6, etc.; πρὸς τὴν ἀδικίαν ταῖς ναυσί Id.4.6.2; συναγωνιστῇ τῷ ποταμῷ as a coadjutor, Id.3.14.5; τῇ ἀπὸ τῶν φίλων εὐνοίᾳ SIG685.45 (Crete, ii B.C.); πόρῳ OGI544.23 (Ancyra, ii A.D.); of commercial dealings, σ. τῇ νήσῳ Peripl.M.Rubr.31: generally, have dealings, associate with, Σαμαρείταις Ev.Jo.4.9, cf. Diog.Oen.Fr.64. II borrow jointly, τινῶν τριήρεις Plb.1.20.14:— Pass., σιτικὰ τὰ συγχρησθέντα PPetr.2p.64 (iii B.C., cf. Arch.Pap.3.518).

German (Pape)

[Seite 971] (s. χράομαι), dep. med., mit oder zugleich brauchen, mit verbrauchen, Pol. 3, 14, 5 u. öfter, u. Sp.; – leihen von Einem, παρὰ Ταραντίνων συγχρησάμενος πεντηκοντόρους, Pol. 1, 20, 14; – umgchen mit Einem, τινί, N. T.

French (Bailly abrégé)

-ῶμαι;
I. user de qch d'accord avec son prope intérêt ; profiter de, τινι;
II. particul.
1 emprunter;
2 avoir des relations de commerce avec, τινι;
3 avoir commerce ou s'associer avec, τινι.
Étymologie: σύν, χράομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συγχράομαι: μέλλ. -ήσομαι, ἀποθετ., ποιοῦμαι χρῆσιν ἀπὸ κοινοῦ, καθόλου, μεταχειρίζομαί τι, ὠφελοῦμαι ἔκ τινος, τῇ συμμαχίᾳ, τοῖς καιροῖς, κτλ., Πολύβ. 1. 8, 1., 18. 34, 6, κτλ.· ταῖς ναυσὶ πρός τι ὁ αὐτ. 4. 6, 2· τινι συναγωνιστῇ, μεταχειρίζομαι ὡς βοηθόν, ὁ αὐτ. 3. 14, 5· ἐπὶ ἐμπορικῶν σχέσεων, σ. τῇ νήσῳ Ἀρρ. Περίπλ. Ἐρυθρ. Θαλάσσ. σελ. 159· καθόλου, ἔχω σχέσεις, ἢ συναναστρέφομαι, Εὐαγγ. κ. Ἰω. δ΄, 9· ἐπὶ σαρκικῆς μίξεως, Βυζ. ΙΙ. δανείζομαι ἀπό κοινοῦ, τί τινος, παρά τινος, Πολύβ. 1. 20, 14.

English (Strong)

from σύν and χράομαι; to use jointly, i.e. (by implication) to hold intercourse in common: have dealings with.

English (Thayer)

(T WH συνχράομαι), συγχρωμαι; to use with anyone, use jointly (Polybius, Diodorus (Philo)); with the dative of a person, to associate with, to have dealings with: Tdf. omits; WH brackets the clause οὐ γάρ ... Σαμαρ.).

Greek Monotonic

συγχράομαι: μέλ. -ήσομαι, αποθ.·
I. κάνω χρήση από κοινού με κάποιον, επωφελούμαι από κάποιον ή κάτι, με δοτ., σε Πολύβ.· γενικά, έχω δοσοληψίες με κάποιον, τινι, σε Καινή Διαθήκη
II. δανείζομαι από κοινού, τί τινος, κάτι από κάποιον, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

συγχράομαι:
1) одновременно или совместно пользоваться: σ. τινι πρός τι Polyb. пользоваться чем-л. для чего-л.;
2) брать взаймы (τι παρά τινος Polyb.);
3) общаться (τισι NT).

Middle Liddell

fut. ήσομαι
Dep.
I. to make joint use of, avail oneself of, c. dat., Polyb.: generally to have dealings with, τινι NTest.
II. to borrow jointly, τί τινος something from another, Polyb.

Chinese

原文音譯:sugcr£omai 尋格-赫拉哦買
詞類次數:動詞(1)
原文字根:共同-用
字義溯源:同用,結交,來往;由(σύν / συνεπίσκοπος)*=一同)與(χράομαι)*=對待,供應)組成
出現次數:總共(1);約(1)
譯字彙編
1) 來往(1) 約4:9