συνάλλομαι: Difference between revisions

From LSJ

εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0999.png Seite 999]] (s. [[ἅλλομαι]]), dep. med., mit- od. zusammenspringen, Luc. gymn. 4; – vor Schrecken zusammenfahren, Artemid. 1, 29.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0999.png Seite 999]] (s. [[ἅλλομαι]]), dep. med., mit- od. zusammenspringen, Luc. gymn. 4; – vor Schrecken zusammenfahren, Artemid. 1, 29.
}}
{{bailly
|btext=sauter ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''συνάλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηδῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.
|lstext='''συνάλλομαι''': ἀποθ., [[ἅλλομαι]], πηδῶ [[ὁμοῦ]] μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ [[ὀπίσω]] μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.
}}
{{bailly
|btext=sauter ensemble <i>ou</i> avec, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἅλλομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 09:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνάλλομαι Medium diacritics: συνάλλομαι Low diacritics: συνάλλομαι Capitals: ΣΥΝΑΛΛΟΜΑΙ
Transliteration A: synállomai Transliteration B: synallomai Transliteration C: synallomai Beta Code: suna/llomai

English (LSJ)

A leap together, Luc.Anach.4; of a horse, f.l. in Plu. 2.970e. II start back with terror, Artem.1.57.

German (Pape)

[Seite 999] (s. ἅλλομαι), dep. med., mit- od. zusammenspringen, Luc. gymn. 4; – vor Schrecken zusammenfahren, Artemid. 1, 29.

French (Bailly abrégé)

sauter ensemble ou avec, τινι.
Étymologie: σύν, ἅλλομαι.

Greek (Liddell-Scott)

συνάλλομαι: ἀποθ., ἅλλομαι, πηδῶ ὁμοῦ μετά τινος, ἐς τὸ ἄνω συναλλόμενος Λουκ. Ἀνάχ. 4: ἐπὶ ἵππου, τοῖς ἄλλοις (δηλ. ἵπποις) συνήλλετο Πλούτ. 2. 970D. ΙΙ. πηδῶ πρὸς τὰ ὀπίσω μετὰ φόβου, συνάλλεσθαι φαμὲν καὶ τοὺς ἀνιωμένους ἐπὶ τοῖς προσπεσοῦσιν αἰφνίδιον Ἀρτεμίδ. 1. 29.

Greek Monolingual

Α
1. πηδώ μαζί με κάποιον
2. πηδώ με φόβο προς τα πίσω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἅλλομαι «πηδώ, σκιρτώ»].

Greek Monotonic

συνάλλομαι: αποθ., πραγματοποιώ άλμα από κοινού, τρομάζω, σε Λουκ.

Russian (Dvoretsky)

συνάλλομαι: одновременно прыгать Plut., Luc.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συν-άλλομαι samen omhoog springen. Luc. 37.4.

Middle Liddell

Dep. to leap together, Luc.