συκάζω: Difference between revisions
τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'
mNo edit summary |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0973.png Seite 973]] reife Feigen lesen, abbrechen, Schol. Ar. zua. O.; τὰ σῦκα, Xen. Oec. 19, 19; bei Poll. 6, 49 = [[συκίζω]]. – Auch betasten, necken, bes. in obscöner Bdtg, nach Hesych. κνίζειν ἐν ταῖς ἐρωτικαῖς ὁμιλίαις; vgl. Strattis bei Ath. XIII, 592 d; u. so emend. Hecker συκάσεται für δικάσεται in Nicarch. 1 (V, 38). – Auch = [[συκοφαντέω]], Ar. Av. 1699, nach Schol. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0973.png Seite 973]] reife Feigen lesen, abbrechen, Schol. Ar. zua. O.; τὰ σῦκα, Xen. Oec. 19, 19; bei Poll. 6, 49 = [[συκίζω]]. – Auch betasten, necken, bes. in obscöner Bdtg, nach Hesych. κνίζειν ἐν ταῖς ἐρωτικαῖς ὁμιλίαις; vgl. Strattis bei Ath. XIII, 592 d; u. so emend. Hecker συκάσεται für δικάσεται in Nicarch. 1 (V, 38). – Auch = [[συκοφαντέω]], Ar. Av. 1699, nach Schol. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> cueillir des figues;<br /><b>2</b> tâter, explorer <i>(comme on tâte les figues pour voir si elles sont mûres) ; p. anal.</i> peloter.<br />'''Étymologie:''' [[συκῆ]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''σῡκάζω''': (συκῆ) [[συλλέγω]], [[δρέπω]] ὥριμα σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1699. (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λ. [[συκοφαντέω]], πρβλ. [[συκαστής]]), Πολυδ. Α΄, 242, κτλ.· σ. σῦκα Ξεν. Οἰκ. 19, 19· σ. ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 56. 30· σ. τᾶς συκᾶς, συλλέγειν σῦκα ἐκ τῶν συκῶν, Πολυδ. Α΄, 226. ΙΙ. ἐρευνῶ μετὰ περιεργίας καὶ προσοχῆς, [[ἐξετάζω]], Ἀρισταίν. 1. 22, Ἡσύχ.· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λαγίσκαν τὴν Ἱπποκράτους παλλακὴν εὑρεῖν με συκάζουσαν Στράττις ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 2· πρβλ. [[συκοφαντέω]] ΙΙ. | |lstext='''σῡκάζω''': (συκῆ) [[συλλέγω]], [[δρέπω]] ὥριμα σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1699. (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λ. [[συκοφαντέω]], πρβλ. [[συκαστής]]), Πολυδ. Α΄, 242, κτλ.· σ. σῦκα Ξεν. Οἰκ. 19, 19· σ. ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 56. 30· σ. τᾶς συκᾶς, συλλέγειν σῦκα ἐκ τῶν συκῶν, Πολυδ. Α΄, 226. ΙΙ. ἐρευνῶ μετὰ περιεργίας καὶ προσοχῆς, [[ἐξετάζω]], Ἀρισταίν. 1. 22, Ἡσύχ.· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λαγίσκαν τὴν Ἱπποκράτους παλλακὴν εὑρεῖν με συκάζουσαν Στράττις ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 2· πρβλ. [[συκοφαντέω]] ΙΙ. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 09:10, 2 October 2022
English (LSJ)
(συκῆ) A gather ripe figs or pluck ripe figs, Ar.Av.1699(lyr., with a play on συκοφαντέω, cf. συκαστής), Poll.1.242, etc.; τὰ σῦκα συκάζω X.Oec.19.19; συκάζω ἀπὸ δένδρων D.C.56.30; συκάζω τὰς συκᾶς gather figs from the fig trees, Poll.1.226. II scrutinize, Aristaenet.1.22, Hsch.: hence sens. obsc., Stratt.3. Cf. συκοφαντέω ΙΙ.
German (Pape)
[Seite 973] reife Feigen lesen, abbrechen, Schol. Ar. zua. O.; τὰ σῦκα, Xen. Oec. 19, 19; bei Poll. 6, 49 = συκίζω. – Auch betasten, necken, bes. in obscöner Bdtg, nach Hesych. κνίζειν ἐν ταῖς ἐρωτικαῖς ὁμιλίαις; vgl. Strattis bei Ath. XIII, 592 d; u. so emend. Hecker συκάσεται für δικάσεται in Nicarch. 1 (V, 38). – Auch = συκοφαντέω, Ar. Av. 1699, nach Schol.
French (Bailly abrégé)
1 cueillir des figues;
2 tâter, explorer (comme on tâte les figues pour voir si elles sont mûres) ; p. anal. peloter.
Étymologie: συκῆ.
Greek (Liddell-Scott)
σῡκάζω: (συκῆ) συλλέγω, δρέπω ὥριμα σῦκα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 1699. (μετὰ παιδιᾶς ἐπὶ τῆς λ. συκοφαντέω, πρβλ. συκαστής), Πολυδ. Α΄, 242, κτλ.· σ. σῦκα Ξεν. Οἰκ. 19, 19· σ. ἀπὸ δένδρων Δίων Κ. 56. 30· σ. τᾶς συκᾶς, συλλέγειν σῦκα ἐκ τῶν συκῶν, Πολυδ. Α΄, 226. ΙΙ. ἐρευνῶ μετὰ περιεργίας καὶ προσοχῆς, ἐξετάζω, Ἀρισταίν. 1. 22, Ἡσύχ.· ἐπὶ αἰσχρᾶς σημασίας, Λαγίσκαν τὴν Ἱπποκράτους παλλακὴν εὑρεῖν με συκάζουσαν Στράττις ἐν «Ἀταλάντῃ» 1. 2· πρβλ. συκοφαντέω ΙΙ.
Greek Monolingual
Α σῡκον
1. μαζεύω ώριμα σύκα
2. εξετάζω, ερευνώ κάτι με μεγάλη προσοχή και ακρίβεια
3. (σε ερωτική επαφή) τρίβω ελαφρά και χαϊδεύω
4. φρ. «συκάζειν τὰς συκᾱς» — το μάζεμα τών σύκων από τις συκιές (Πολυδ.).
Greek Monotonic
σῡκάζω: μέλ. -σω (συκῆ), μαζεύω ώριμα σύκα, σε Αριστ., Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
σῡκάζω: (тж. τὰ σῦκα σ. Xen.) собирать (поспевшие) фиги Arph.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συκάζω [σῦκον] vijgen plukken.