τειχίον: Difference between revisions
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1081.png Seite 1081]] τό, der Form nach dim. von [[τεῖχος]], Mauer, des Hofes, eines Hauses, Wand, nicht von der Stadtmauer, nach den VLL. ἐπὶ οἰκίας; μέγα [[τειχίον]] αὐλῆς, Od. 16, 165. 343, was 341 ἕρκεα heißt, u. so, für Umhägung, Thuc. 6, 66. 7, 81, Gemäuer des Hauses, Ar. Eccl. 497 Vesp. 1109, Arist. H. A. 5, 17; vgl. noch Plat. Rep. VII, 514, d, [[τειχίον]] ὥςπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα. – Eigentliches dim. scheint es bei Pallad. 139 (IX, 328) zu sein. – Die Betonung τείχιον ist falsch. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1081.png Seite 1081]] τό, der Form nach dim. von [[τεῖχος]], Mauer, des Hofes, eines Hauses, Wand, nicht von der Stadtmauer, nach den VLL. ἐπὶ οἰκίας; μέγα [[τειχίον]] αὐλῆς, Od. 16, 165. 343, was 341 ἕρκεα heißt, u. so, für Umhägung, Thuc. 6, 66. 7, 81, Gemäuer des Hauses, Ar. Eccl. 497 Vesp. 1109, Arist. H. A. 5, 17; vgl. noch Plat. Rep. VII, 514, d, [[τειχίον]] ὥςπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα. – Eigentliches dim. scheint es bei Pallad. 139 (IX, 328) zu sein. – Die Betonung τείχιον ist falsch. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />mur de maison, de cour.<br />'''Étymologie:''' dim. de [[τεῖχος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''τειχίον''': τὸ [[περιτείχισμα]], μέγα [[τειχίον]] αὐλῆς Ὀδ. Π. 165. 343 (ὡς τὸ ἕρκεα, [[αὐτόθι]] 341)· ― ἡ ὑποκοριστ. [[αὐτοῦ]] [[σημασία]] κεῖται ἐν τούτῳ ὅτι λέγεται συνήθως ἐπὶ τῶν ἰδιωτικῶν οἰκοδομημάτων καὶ οὐχὶ ὡς τὸ [[τεῖχος]], ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν, ἴδε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 497 (ἂν καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Σφ. 1109 φαίνεται ὅτι λέγεται ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν), Θουκ. 6. 66., 7. 81, κλπ., πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 837, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 511. | |lstext='''τειχίον''': τὸ [[περιτείχισμα]], μέγα [[τειχίον]] αὐλῆς Ὀδ. Π. 165. 343 (ὡς τὸ ἕρκεα, [[αὐτόθι]] 341)· ― ἡ ὑποκοριστ. [[αὐτοῦ]] [[σημασία]] κεῖται ἐν τούτῳ ὅτι λέγεται συνήθως ἐπὶ τῶν ἰδιωτικῶν οἰκοδομημάτων καὶ οὐχὶ ὡς τὸ [[τεῖχος]], ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν, ἴδε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 497 (ἂν καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Σφ. 1109 φαίνεται ὅτι λέγεται ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν), Θουκ. 6. 66., 7. 81, κλπ., πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 837, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 511. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 09:50, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, wall, μέγα τ. αὐλῆς Od.16.165,343: used of walls of buildings, not, like τεῖχος, of citywalls, v. IG12.373.258, Ar.Ec.497, V.1109, Th.6.66, 7.81, Aen.Tact. 2.2, PHal.1.88,91 (iii B.C.), etc.; of a wall as the fence of a field, X.Eq.3.7, Eq.Mag.6.5.
German (Pape)
[Seite 1081] τό, der Form nach dim. von τεῖχος, Mauer, des Hofes, eines Hauses, Wand, nicht von der Stadtmauer, nach den VLL. ἐπὶ οἰκίας; μέγα τειχίον αὐλῆς, Od. 16, 165. 343, was 341 ἕρκεα heißt, u. so, für Umhägung, Thuc. 6, 66. 7, 81, Gemäuer des Hauses, Ar. Eccl. 497 Vesp. 1109, Arist. H. A. 5, 17; vgl. noch Plat. Rep. VII, 514, d, τειχίον ὥςπερ τοῖς θαυματοποιοῖς πρὸ τῶν ἀνθρώπων πρόκειται τὰ παραφράγματα. – Eigentliches dim. scheint es bei Pallad. 139 (IX, 328) zu sein. – Die Betonung τείχιον ist falsch.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
mur de maison, de cour.
Étymologie: dim. de τεῖχος.
Greek (Liddell-Scott)
τειχίον: τὸ περιτείχισμα, μέγα τειχίον αὐλῆς Ὀδ. Π. 165. 343 (ὡς τὸ ἕρκεα, αὐτόθι 341)· ― ἡ ὑποκοριστ. αὐτοῦ σημασία κεῖται ἐν τούτῳ ὅτι λέγεται συνήθως ἐπὶ τῶν ἰδιωτικῶν οἰκοδομημάτων καὶ οὐχὶ ὡς τὸ τεῖχος, ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν, ἴδε Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 497 (ἂν καὶ παρὰ τῷ αὐτῷ ἐν Σφ. 1109 φαίνεται ὅτι λέγεται ἐπὶ τῶν τῆς πόλεως τειχῶν), Θουκ. 6. 66., 7. 81, κλπ., πρβλ. Θωμ. Μάγιστρ. σ. 837, Meineke εἰς Κωμικ. Ἀποσπ. 2. 511.
English (Autenrieth)
(dimin. from τεῖχος): wall belonging to a building, not a city or town, Od. 16.165 and 343.
Greek Monotonic
τειχίον: τό (τεῖχος), περιτείχισμα, σε Ομήρ. Οδ.· η υποκορ. του σημασία λέγεται συνήθως για τα ιδιωτικά οικοδομήματα και όχι —όπως το τεῖχος,— για τα τείχη της πόλης.
Russian (Dvoretsky)
τειχίον: τό (небольшая) стена, ограда Hom. etc.
Middle Liddell
τειχίον, ου, τό, τεῖχος
a wall, Od.:—any dimin. sense it has consists in its being commonly limited to private buildings, as opp. to city-walls.