τοξοσύνη: Difference between revisions

From LSJ

Δόλιον γὰρ ἄνδρα φεῦγε παρ' ὅλον τὸν βίον → Dum vivis, insidiosos curriculo fuge → Den Hinterhältigen fliehe, dein ganzes Leben lang

Menander, Monostichoi, 131
m (Text replacement - "l’" to "l'")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] ἡ, die Kunst mit dem Bogen zu schießen; Il. 13, 314; ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ Eur. Andr. 1195.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1128.png Seite 1128]] ἡ, die Kunst mit dem Bogen zu schießen; Il. 13, 314; ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ Eur. Andr. 1195.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />habileté à tirer de l'arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τοξοσύνη''': ἡ, ἡ τόξων [[ἐπιστήμη]], [[ἐμπειρία]] εἰς τὸ τοξεύειν, Ἰλ. Ν. 314, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· - ποιητικὴ [[λέξις]], ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ λέγεται τοξική, ἡ.
|lstext='''τοξοσύνη''': ἡ, ἡ τόξων [[ἐπιστήμη]], [[ἐμπειρία]] εἰς τὸ τοξεύειν, Ἰλ. Ν. 314, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· - ποιητικὴ [[λέξις]], ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ λέγεται τοξική, ἡ.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br />habileté à tirer de l'arc.<br />'''Étymologie:''' [[τόξον]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 10:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τοξοσύνη Medium diacritics: τοξοσύνη Low diacritics: τοξοσύνη Capitals: ΤΟΞΟΣΥΝΗ
Transliteration A: toxosýnē Transliteration B: toxosynē Transliteration C: toksosyni Beta Code: tocosu/nh

English (LSJ)

ἡ, bowmanship, archery, Il.13.314, E.Andr.1194 (lyr.).—Poet. word, ἡ τοξική being used in Prose.

German (Pape)

[Seite 1128] ἡ, die Kunst mit dem Bogen zu schießen; Il. 13, 314; ἐπὶ τοξοσύνᾳ φονίῳ Eur. Andr. 1195.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
habileté à tirer de l'arc.
Étymologie: τόξον.

Greek (Liddell-Scott)

τοξοσύνη: ἡ, ἡ τόξων ἐπιστήμη, ἐμπειρία εἰς τὸ τοξεύειν, Ἰλ. Ν. 314, Εὐρ. Ἀνδρ. 1194· - ποιητικὴ λέξις, ἐν δὲ τῷ πεζῷ λόγῳ λέγεται τοξική, ἡ.

English (Autenrieth)

archery, Il. 13.314†.

Greek Monolingual

ἡ, Α
(ποιητ. τ.) η τέχνη του να τοξεύει κανείς, η ικανότητα στην τόξευση («ὃς ἄριστος τοξοσύνῃ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόξον + κατάλ. -σύνη].

Greek Monotonic

τοξοσύνη: ἡ, επιστήμη, γνώση των τόξων, εμπειρία στην τοξοβολία, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

τοξοσύνη: (ῠ) ἡ искусство стрельбы из лука Hom., Eur.

Middle Liddell

τοξοσύνη, ἡ,
bowmanship, archery, Il., Eur.