τρίχινος: Difference between revisions

From LSJ

διὸ καὶ μεταλάττουσι τὴν φυσικὴν χρῆσιν εἰς τὴν παρὰ φύσιν αἱ δοκοῦσαι παρθένοι τῶν εἰδώλων → therefore those professing to be virgins of the idols even change the natural use into the unnatural (Origen, commentary on Romans 1:26)

Source
mNo edit summary
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1150.png Seite 1150]] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1150.png Seite 1150]] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait de crin <i>ou</i> de poils.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''τρίχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, [[ἔνδυμα]] ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.
|lstext='''τρίχῐνος''': -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, [[ἔνδυμα]] ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.
}}
{{bailly
|btext=η, ον :<br />fait de crin <i>ou</i> de poils.<br />'''Étymologie:''' [[θρίξ]].
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR

Revision as of 10:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τρῐ́χῐνος Medium diacritics: τρίχινος Low diacritics: τρίχινος Capitals: ΤΡΙΧΙΝΟΣ
Transliteration A: tríchinos Transliteration B: trichinos Transliteration C: trichinos Beta Code: tri/xinos

English (LSJ)

η, ον,
A of hair, περικαλύμματα Pl.Plt.279e, cf. Poll.7.208; χιτῶνες X.An.4.8.3; σάκκοι, σάκκος, PSI4.427.3 (iii B. C.), PTeb.796.10 (ii B. C.), Apoc. 6.12, Sor.2.85, PGoodsp.Cair.30 xxxix 15 (ii A. D.); ἱδρῷα BGU1515 (iii B. C.); ῥάκη Alciphr.3.42.

German (Pape)

[Seite 1150] von, aus Haaren, hären; Plat. Polit. 279 e; Xen. An. 4, 8, 3; ῥάκη Alciphr. 3, 42.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
fait de crin ou de poils.
Étymologie: θρίξ.

Greek (Liddell-Scott)

τρίχῐνος: -η, -ον, ὁ ἐκ τριχῶν πεποιημένος, περικαλύμματα Πλάτ. Πολιτικ. 279Ε· χιτῶνες Ξεν. Ἀν. 4. 8, 3. ΙΙ. τρίχινον, τό, ἔνδυμα ἐκ τριχῶν, Πολυδ. Ζ΄, 208.

English (Strong)

from θρίξ; hairy, i.e. made of hair (mohair): of hair.

English (Thayer)

τρίχινη, τρίχινον (θρίξ, which see), made of hair (Vulg. cilicinus): σάκκος, b.). (Xenophon, Plato, the Sept., others.)

Greek Monolingual

-η, -ο / τρίχινος, -ίνη, -ον, ΝΜΑ
κατασκευασμένος από τρίχες (α. «τρίχινα σχοινιά» β. «τριχίνους χιτῶνας», Ξεν.)
μσν.-αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ τρίχινον
ένδυμα υφασμένο από τρίχες
αρχ.
(για δορά) αυτός που έχει τρίχες («ἐνδύσονται δέρριν τριχίνην», ΠΔ).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θρίξ, τριχός + κατάλ. -ινος (πρβλ. πήλ-ινος)].

Greek Monotonic

τρίχῐνος: -η, -ον (θρίξ, τριχ-ός), φτιαγμένος από τρίχες, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

τρίχῐνος: (ρῐ) волосяной (χιτῶνες Xen.; περικαλύμματα Plat.): σάκκος τ. NT власяница.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

τρίχινος -η -ον [θρίξ] van haren, van haar, uit haar bestaand.

Middle Liddell

τρίχῐνος, η, ον θρίξ, τριχός
of hair, Xen.

Chinese

原文音譯:tr⋯cinoj 特里希挪士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:髮狀的
字義溯源:毛狀的,毛製的,毛;源自(θρίξ / δέρρις)*=髮)
出現次數:總共(1);啓(1)
譯字彙編
1) 毛(1) 啓6:12

English (Woodhouse)

made of hair

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)