ἀγωγός: Difference between revisions
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">A</b> <b class="num">I</b><b class="num">1</b>[[que conduce]], [[que guía]] ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος θέαν Pl.<i>R</i>.525a, πρὸς ἀλήθειαν Pl.<i>R</i>.525b<br /><b class="num">•</b>c. gen. πνεῦμα ... ἀγωγὸν τῶν ἀνθρώπων D.H.<i>Dem</i>.22.7, cf. Plu.<i>Lyc</i>.5<br /><b class="num">•</b>c. εἰς Plu.<i>Per</i>.1<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[guía]] Hdt.3.26, Th.2.12, οὐκ εὔπορον διιέναι [[ἄνευ]] ἀγωγοῦ Th.4.78<br /><b class="num">•</b>subst. [[el que precede a un cortejo abriéndole paso]], <i>Fr.Lex.II</i> s.u. ἀγωγούς.<br /><b class="num">2</b> ἀ. ὑδάτων [[conducto de agua]], [[acueducto]], <i>Mon.Anc.Gr</i>.19.5, <i>SEG</i> 45.2012 (Arabia II d.C.), cf. <i>SEG</i> 29.1157 (Lidia, imper.)<br /><b class="num">•</b>abs. <i>IEphesos</i> 3217b.24, 27 (II d.C.), <i>Gp</i>.2.7.2, Hero <i>Mens</i>.176.4, Iust.<i>Nou</i>.128.16.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que trae]], [[que produce]] c. gen. γυναικείων Hp.<i>Aph</i>.5.28, ἐμμήνων Dsc.1.16<br /><b class="num">•</b>fig. δακρύων E.<i>Tr</i>.1131.<br /><b class="num">2</b> [[que atrae]] del imán τινος Dsc.5.130<br /><b class="num">•</b>abs. [[atractivo]] Plu.<i>Crass</i>.7<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[atracción]] Plu.2.25b.<br /><b class="num">III</b> jur. [[disponible]], [[que puede ser llevado]] ref. bienes materiales, op. [[ἔνοχος]] ‘[[sujeto a obligaciones legales]]’ <i>PMasp</i>.312.46 (VI d.C.).<br /><b class="num">B</b> adv. -ῶς prob. [[según el procedimiento normal]], [[según las normas]] ἀ. ... [ἐν] δεσποτείᾳ γενόμ[ενο] ς <i>PTurner</i> 34.8 (III d.C.). | |dgtxt=-όν<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [ᾰ-]<br /><b class="num">A</b> <b class="num">I</b><b class="num">1</b>[[que conduce]], [[que guía]] ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος θέαν Pl.<i>R</i>.525a, πρὸς ἀλήθειαν Pl.<i>R</i>.525b<br /><b class="num">•</b>c. gen. πνεῦμα ... ἀγωγὸν τῶν ἀνθρώπων D.H.<i>Dem</i>.22.7, cf. Plu.<i>Lyc</i>.5<br /><b class="num">•</b>c. εἰς Plu.<i>Per</i>.1<br /><b class="num">•</b>subst. ὁ ἀ. [[guía]] Hdt.3.26, Th.2.12, οὐκ εὔπορον διιέναι [[ἄνευ]] ἀγωγοῦ Th.4.78<br /><b class="num">•</b>subst. [[el que precede a un cortejo abriéndole paso]], <i>Fr.Lex.II</i> s.u. ἀγωγούς.<br /><b class="num">2</b> ἀ. ὑδάτων [[conducto de agua]], [[acueducto]], <i>Mon.Anc.Gr</i>.19.5, <i>SEG</i> 45.2012 (Arabia II d.C.), cf. <i>SEG</i> 29.1157 (Lidia, imper.)<br /><b class="num">•</b>abs. <i>IEphesos</i> 3217b.24, 27 (II d.C.), <i>Gp</i>.2.7.2, Hero <i>Mens</i>.176.4, Iust.<i>Nou</i>.128.16.<br /><b class="num">II</b> <b class="num">1</b>[[que trae]], [[que produce]] c. gen. γυναικείων Hp.<i>Aph</i>.5.28, ἐμμήνων Dsc.1.16<br /><b class="num">•</b>fig. δακρύων E.<i>Tr</i>.1131.<br /><b class="num">2</b> [[que atrae]] del imán τινος Dsc.5.130<br /><b class="num">•</b>abs. [[atractivo]] Plu.<i>Crass</i>.7<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. [[atracción]] Plu.2.25b.<br /><b class="num">III</b> jur. [[disponible]], [[que puede ser llevado]] ref. bienes materiales, op. [[ἔνοχος]] ‘[[sujeto a obligaciones legales]]’ <i>PMasp</i>.312.46 (VI d.C.).<br /><b class="num">B</b> adv. -ῶς prob. [[según el procedimiento normal]], [[según las normas]] ἀ. ... [ἐν] δεσποτείᾳ γενόμ[ενο] ς <i>PTurner</i> 34.8 (III d.C.). | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br /><b>1</b> qui conduit, qui guide : ὁ [[ἀγωγός]] guide, [[οἱ]] ἀγωγοί escorte ; <i>fig.</i> [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]] PLUT pouvoir de conduire les hommes;<br /><b>2</b> qui attire : ἀγωγὸς νεκρῶν EUR qui évoque les morts ; τὸ ἀγωγόν attrait, séduction.<br />'''Étymologie:''' [[ἄγω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀγωγός''': -όν, (ἄγω) ὁ ἄγων, ὁ ὁδηγῶν, καὶ ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Ἡρόδ. 3. 26‧ ἀγωγοί, [[συνοδία]], συνοδεύοντες φύλακες, Θουκ. 2. 12‧ ἀγ. ὕδατος, [[ὑδραγωγεῖον]], Ἡρωδιαν. 7. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 1040. Ι. 17‧ μ. γεν., [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]], [[δύναμις]] τοῦ ἄγειν ἀνθρ., Πλουτ. Λυκ. 5. ΙΙ. ὁ ἄγων [[πρός]] τι [[μέρος]] ἢ [[σημεῖον]], πρὸς ἢ ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 525Α‧ εἰς... Πλουτ. Περικλ. Ι. ΙΙΙ. ὁ ἕλκων, [[ἐπαγωγός]], [[ἑλκυστικός]], τινός, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Διόσκ. 5. 148. 2) ὁ προσελκύων, ὁ προκαλῶν, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, Εὐρ. Ἑκ. 536‧ δακρύων ἀγ., ὁ αὐτ. Τρῳ. 1131. 3) ἀπόλ., [[ἑλκυστικός]], Πλουτ. Κρας. 7‧ τὸ ἀγωγόν, τὸ ἐπαγωγόν, τὸ ἑλκυστικόν, ὁ αὐτ. 2, 25 Β. | |lstext='''ἀγωγός''': -όν, (ἄγω) ὁ ἄγων, ὁ ὁδηγῶν, καὶ ὡς οὐσιαστ., [[ὁδηγός]], Ἡρόδ. 3. 26‧ ἀγωγοί, [[συνοδία]], συνοδεύοντες φύλακες, Θουκ. 2. 12‧ ἀγ. ὕδατος, [[ὑδραγωγεῖον]], Ἡρωδιαν. 7. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 1040. Ι. 17‧ μ. γεν., [[δύναμις]] ἀνθρώπων [[ἀγωγός]], [[δύναμις]] τοῦ ἄγειν ἀνθρ., Πλουτ. Λυκ. 5. ΙΙ. ὁ ἄγων [[πρός]] τι [[μέρος]] ἢ [[σημεῖον]], πρὸς ἢ ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 525Α‧ εἰς... Πλουτ. Περικλ. Ι. ΙΙΙ. ὁ ἕλκων, [[ἐπαγωγός]], [[ἑλκυστικός]], τινός, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Διόσκ. 5. 148. 2) ὁ προσελκύων, ὁ προκαλῶν, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, Εὐρ. Ἑκ. 536‧ δακρύων ἀγ., ὁ αὐτ. Τρῳ. 1131. 3) ἀπόλ., [[ἑλκυστικός]], Πλουτ. Κρας. 7‧ τὸ ἀγωγόν, τὸ ἐπαγωγόν, τὸ ἑλκυστικόν, ὁ αὐτ. 2, 25 Β. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 11:35, 2 October 2022
English (LSJ)
όν, A leading, guiding, and as substantive, guide, Hdt.3.26; escort, Th.2.12, cf. 4.78; ἀ. ὕδατος aqueduct, Mon.Anc.Gr.19.5 (pl.); without ὕδατος, Just.Nov.128.16 (pl.): c. gen., δύναμις ἀνθρώπων ἀ. power of leading men, Plu.Lyc.5. II leading towards, ἐπί τι Pl.R.525a, Phld.D.3.12; εἰς . . Plu.Per.1. III drawing, attracting, δύναμις ἀ. τινος, of the magnet, Dsc.5.130. 2 drawing forth, eliciting, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί E.Hec.536; δακρύων ἀ. Id.Tr.1131; γυναικείων Hp.Aph.5.28; ἐμμήνων Dsc.1.16. 3 abs., attractive, Plu.Crass.7; τὸ ἀ. attractiveness, Id.2.25b.
Spanish (DGE)
-όν
• Prosodia: [ᾰ-]
A I1que conduce, que guía ἐπὶ τὴν τοῦ ὄντος θέαν Pl.R.525a, πρὸς ἀλήθειαν Pl.R.525b
•c. gen. πνεῦμα ... ἀγωγὸν τῶν ἀνθρώπων D.H.Dem.22.7, cf. Plu.Lyc.5
•c. εἰς Plu.Per.1
•subst. ὁ ἀ. guía Hdt.3.26, Th.2.12, οὐκ εὔπορον διιέναι ἄνευ ἀγωγοῦ Th.4.78
•subst. el que precede a un cortejo abriéndole paso, Fr.Lex.II s.u. ἀγωγούς.
2 ἀ. ὑδάτων conducto de agua, acueducto, Mon.Anc.Gr.19.5, SEG 45.2012 (Arabia II d.C.), cf. SEG 29.1157 (Lidia, imper.)
•abs. IEphesos 3217b.24, 27 (II d.C.), Gp.2.7.2, Hero Mens.176.4, Iust.Nou.128.16.
II 1que trae, que produce c. gen. γυναικείων Hp.Aph.5.28, ἐμμήνων Dsc.1.16
•fig. δακρύων E.Tr.1131.
2 que atrae del imán τινος Dsc.5.130
•abs. atractivo Plu.Crass.7
•subst. τὸ ἀ. atracción Plu.2.25b.
III jur. disponible, que puede ser llevado ref. bienes materiales, op. ἔνοχος ‘sujeto a obligaciones legales’ PMasp.312.46 (VI d.C.).
B adv. -ῶς prob. según el procedimiento normal, según las normas ἀ. ... [ἐν] δεσποτείᾳ γενόμ[ενο] ς PTurner 34.8 (III d.C.).
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
1 qui conduit, qui guide : ὁ ἀγωγός guide, οἱ ἀγωγοί escorte ; fig. δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός PLUT pouvoir de conduire les hommes;
2 qui attire : ἀγωγὸς νεκρῶν EUR qui évoque les morts ; τὸ ἀγωγόν attrait, séduction.
Étymologie: ἄγω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀγωγός: -όν, (ἄγω) ὁ ἄγων, ὁ ὁδηγῶν, καὶ ὡς οὐσιαστ., ὁδηγός, Ἡρόδ. 3. 26‧ ἀγωγοί, συνοδία, συνοδεύοντες φύλακες, Θουκ. 2. 12‧ ἀγ. ὕδατος, ὑδραγωγεῖον, Ἡρωδιαν. 7. 12, Συλλ. Ἐπιγρ. 1040. Ι. 17‧ μ. γεν., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός, δύναμις τοῦ ἄγειν ἀνθρ., Πλουτ. Λυκ. 5. ΙΙ. ὁ ἄγων πρός τι μέρος ἢ σημεῖον, πρὸς ἢ ἐπί τι, Πλάτ. Πολ. 525Α‧ εἰς... Πλουτ. Περικλ. Ι. ΙΙΙ. ὁ ἕλκων, ἐπαγωγός, ἑλκυστικός, τινός, ἐπὶ τοῦ μαγνήτου, Διόσκ. 5. 148. 2) ὁ προσελκύων, ὁ προκαλῶν, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, Εὐρ. Ἑκ. 536‧ δακρύων ἀγ., ὁ αὐτ. Τρῳ. 1131. 3) ἀπόλ., ἑλκυστικός, Πλουτ. Κρας. 7‧ τὸ ἀγωγόν, τὸ ἐπαγωγόν, τὸ ἑλκυστικόν, ὁ αὐτ. 2, 25 Β.
Greek Monotonic
ἀγωγός: -όν (ἄγω),
I. αυτός που οδηγεί, καθοδηγεί, και ως ουσ. οδηγός, καθοδηγητής, σε Ηρόδ. κ.λπ.· με γεν., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός, η δύναμη της καθοδήγησης των ανθρώπων, σε Πλούτ.
II. αυτός που οδηγεί προς ένα σημείο ή μέρος· εἴς, πρός ή ἐπί τι, σε Πλάτ. κ.λπ.
III. 1. αυτός που σύρει εμπρός, ελκυστικός, παρελκυστικός, αυτός που προκαλεί· χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί, σε Ευρ.· δακρύων ἀγωγός, στον ίδ.
2. απόλ., ελκυστικός, σε Πλούτ.
Russian (Dvoretsky)
ἀγωγός:
I
1) ведущий, приводящий (πρός и ἐπί τι Plat. или εἴς τι Plut.);
2) вызывающий: ἀ. νεκρῶν Eur. вызывающий души усопших; δακρύων ἀ. вызывающий слезы;
3) влекущий (к себе), привлекательный (προσώπου χάρις Plut.): δύναμις ἀνθρώπων ἀ. Plut., влекущая к себе людей сила, обаяние.
II ὁ провожатый, проводник Her., Thuc.
Middle Liddell
[ἄγω]
I. leading, and as substantive a guide, Hdt., etc.: c. gen., δύναμις ἀνθρώπων ἀγωγός power of leading men, Plut.
II. leading towards a point, εἴς, πρός or ἐπί τι Plat., etc.
III. drawing forth, eliciting, χοαὶ νεκρῶν ἀγωγοί Eur.; δακρύων ἀγ. Eur.
2. absol. attractive, Plut.