ἀλεξητήρ: Difference between revisions
ἐξ ὀνύχων λέοντα τεκμαίρεσθαι → judge by the claws, judge by a slight but characteristic mark, small traits give the clue to the character of a person, deduce something from a small indication, identify a lion from its claws
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0092.png Seite 92]] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 [[θυμός]]. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0092.png Seite 92]] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 ([[ἅπαξ]] εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 [[θυμός]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui vient au secours de, qui soutient, défenseur de.<br />'''Étymologie:''' [[ἀλέξω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀλεξητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες [[εἶναι]], Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42. | |lstext='''ἀλεξητήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες [[εἶναι]], Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:55, 2 October 2022
German (Pape)
[Seite 92] ῆρος, ὁ, Helfer; μάχης, Vorkämpfer, Il. 20, 396 (ἅπαξ εἰρημ.); – Abwender, λοιμοῦ Ap. Rh. 2, 519. – Auch Xen., τοῖς πατράσιν ἀλ. εἶναι Oec. 4, 3. – Adj. Opp. Hal. 4, 42 θυμός.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
qui vient au secours de, qui soutient, défenseur de.
Étymologie: ἀλέξω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀλεξητήρ: ῆρος, ὁ, ὁ ἀποκρούων, ἀπομακρύνων, Λατ. averruncus, ἀλ. μάχης, ὁ ἀναχαιτίζων τὴν μάχην, Ἰλ. Υ. 396· λοιμοῦ ἀλ., ὁ ἀπὸ τοῦ λοιμοῦ προστατεύων, Ἀπολλ. Ρόδ. 2. 519· κακῶν, Ἐπιγράμμ. Ἑλλ. 831. 13· σπάν. παρὰ πεζοῖς, ταῖς πατρίσιν ἀλεξητῆρες εἶναι, Ξεν. Οἰκ. 4, 3. ΙΙ. ὡς ἐπίθ., θυμὸς ἀλ., Ὀππ. Ἁλ. 4. 42.
Spanish (DGE)
-ῆρος, ὁ
• Prosodia: [ᾰ-]
1 que es baluarte o salvaguarda de un guerrero, c. gen. μάχης Il.20.396, ἐνυοῦς Nonn.D.9.313
•c. dat. ταῖς πατρίσιν X.Oec.4.3
•abs. θυμός Opp.H.4.42, de Dios, Meth.Res.1.42.3.
2 curador, remediador, protector λοιμοῦ ἀ. A.R.2.519, de Heracles κακῶν IG 14.1003.25 (Roma), de Asclepio νόσοιο SEG 34.325.3 (Megalópolis II/I a.C.), cf. IG 10(2).2.302.7 (III d.C.).
Greek Monolingual
ἀλεξητήρ (-ῆρος), ο
θηλ. ἀλεξήτειρα (Α)
1. αυτός που αποκρούει, που αναχαιτίζει
2. προστάτης, υπερασπιστής, πρόμαχος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επαυξημένο με -η- θ. του ρήματος ἀλέξω, πρβλ. μέλλ. ἀλεξήσω.
ΠΑΡ. αρχ. ἀλεξητήριος.
Greek Monotonic
ἀλεξητήρ: -ῆρος, ὁ (ἀλέξω), αυτός που κρατά μακριά, απομακρύνει, ἀλ. μάχης, αυτός που αναχαιτίζει την μάχη, υπερασπιστής, υπέρμαχος, προστάτης, σε Ομήρ. Ιλ.
Russian (Dvoretsky)
ἀλεξητήρ: ῆρος ὁ защитник, хранитель (ἀ. τινι εἶναι Xen.): ἀ. μάχης Hom. защитник в бою.
Middle Liddell
ἀλέξω
one who keeps off, ἀλ. μάχης a stemmer of battle, a champion, Il.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ἀλεξητήρ -ῆρος, ὁ ἀλέξω afweerder, beschermer :. ἀ. μάχης afweerder van de strijd Il. 20.396.