ἀντέρεισις: Difference between revisions

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] ἡ, das Entgegenstämmen, Hippocr.; Plut. Num. 9 u. oft, der Widerstand.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0247.png Seite 247]] ἡ, das Entgegenstämmen, Hippocr.; Plut. Num. 9 u. oft, der Widerstand.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />résistance d'une chose appuyée sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντερείδω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντέρεισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντίστασις]], ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ [[ὑπομόχλιον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, [[αὐτόθι]] 780· κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.
|lstext='''ἀντέρεισις''': -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι [[ἐναντίον]] τινός, [[ἀντίστασις]], ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ [[ὑπομόχλιον]] ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, [[αὐτόθι]] 780· κατὰ τὸ [[βάδισμα]], Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως [[αὐτοῦ]], Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.
}}
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />résistance d'une chose appuyée sur une autre.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντερείδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 12:25, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντέρεισις Medium diacritics: ἀντέρεισις Low diacritics: αντέρεισις Capitals: ΑΝΤΕΡΕΙΣΙΣ
Transliteration A: antéreisis Transliteration B: antereisis Transliteration C: antereisis Beta Code: a)nte/reisis

English (LSJ)

εως, ἡ, A thrusting against, resistance, Hp.Art. 50; esp. the fulcrum or resistance used in reducing a dislocation, ib. 2; of joints, Arist.IA705a14; λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος by its resistance, Plu.Lys.12; forward pressure, Ael.Tact.18.8; repulsion, Plu.2.396a, cf. Ph.1.153, Plot.4.3.26(pl.). II Rhet., buttressing, mutual support, of clauses in a period, Demetr.Eloc.12.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
• Morfología: [jón. gen. -ιος Hp.Art.50]
I 1ret. apoyo, soporte de las frases de un período οὐκ ἔχουσιν σύνδεσιν οὐδ' ἀντέρεισιν Demetr.Eloc.12.
2 presión, empuje ἀμφιφλασθείσης ... τῆς σαρκὸς ... ὑπὸ ἀντερείσιος Hp.Art.50, (οἱ ἵπποι) οὐδὲν γὰρ συμβάλλονται πρὸς τὴν σφοδρότητα τῆς ἀντερείσεως Ael.Tact.18.8, ref. a las imágenes que se fijan en el alma οὐδ' ἀντερείσεις ἢ τυπώσεις Plot.4.3.26, ἐπὶ δὲ τῶν νοήσεων τίς ἡ ἀντέρεισις λέγοιτο ἄν; en el caso del pensamiento ¿de qué tipo de fuerza física cabría hablar? Plot.4.3.26.
3 rechazo (ἀέρα) τόνον ἔχοντα διὰ τὴν ἀπὸ τῶν ὀρῶν ἀνάκλασιν καὶ ἀντέρεισιν el aire al tener fuerza por reflexión y rechazo de las montañas Plu.2.396a.
II resistencia de los huesos en la reducción de una fractura, Hp.Art.2, (ἀέρα) τῇ ἀντερείσει ἀσθενέστερον ἐκείνου Arist.Pr.915a2, ἐὰν ... μηδεμίαν ἔχῃ τοῖς κινουμένοις ἀντέρεισιν si (el punto de apoyo) no ofreciese ninguna resistencia a los seres que se mueven Arist.IA 705a11, ἀντέρεισις πρὸς ἄλληλα de las partes que forman las articulaciones, Arist.IA 705a14, (ἄστρα) λάμπειν μὲν ἀντερείσει ... τοῦ αἰθέρος que (los astros) brillan por resistencia del éter Plu.Lys.12, ἐσθλαὶ πρὸς τὴν ἀ[ν] τ[έ] ρεισιν (las dos densidades) capaces de oponer resistencia (al peso de la tierra), Epicur.Fr.[26] 42.13, cf. Ph.1.153.

German (Pape)

[Seite 247] ἡ, das Entgegenstämmen, Hippocr.; Plut. Num. 9 u. oft, der Widerstand.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
résistance d'une chose appuyée sur une autre.
Étymologie: ἀντερείδω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντέρεισις: -εως, ἡ, τὸ ἐρείδειν τι ἐναντίον τινός, ἀντίστασις, ἀντιπίεσις, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 817: ἰδίως τὸ ὑπομόχλιον ἐν χρήσει κατὰ τὴν τοποθέτησιν ὀστοῦ τινος τεθραυσμένου, αὐτόθι 780· κατὰ τὸ βάδισμα, Ἀριστ. Περὶ Ζ. πορ. 3. 2· λάμπειν ἀντερείσει τοῦ αἰθέρος, διὰ τῆς ἀντιστάσεως αὐτοῦ, Πλουτ. Λύσανδρ. 12: ― ἄπωσις, ὁ αὐτ. 2. 396Α.

Greek Monolingual

ἀντέρεισις, η (Α)
1. πίεση ή ώθηση προς την αντίθετη κατεύθυνση
2. πίεση προς τα εμπρός
3. αμοιβαία στήριξη.

Greek Monotonic

ἀντέρεισις: -εως, ἡ, αντίσταση, αντιπίεση, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντέρεισις: εως ἡ
1) сопротивление (πρὸς ἄλληλα Arst.; τοῦ αἰθέρος Plut.);
2) отталкивание (ἀπό τινος Plut.).

Middle Liddell

resistance, Plut.