ἀνεπιεικής: Difference between revisions
τὸ δὲ μέλλον ἀκριβῶς οἶδεν οὐδεὶς θνατὸς ὅπᾳ φέρεται → but as for the future no mortal knows for certain where he is bound
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] ές, unbillig, hart, ἀνεπιεικέστερόν τι πρᾶξαι Thuc. 3, 66. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0224.png Seite 224]] ές, unbillig, hart, ἀνεπιεικέστερόν τι πρᾶξαι Thuc. 3, 66. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ής, ές :<br />sans indulgence, dur.<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[ἐπιεικής]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀνεπιεικής''': -ές, ὁ μὴ ἐπιεικής, [[σκληρός]], Θουκ. 3. 66. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Η΄, 13. | |lstext='''ἀνεπιεικής''': -ές, ὁ μὴ ἐπιεικής, [[σκληρός]], Θουκ. 3. 66. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Η΄, 13. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 12:26, 2 October 2022
English (LSJ)
ές, unreasonable, unfair, Th.3.66, Ar.Fr.50D., Phld.Ir.p.57W., Alex.Aphr.in Top.208.9: neut. as adverb, without consideration,PGiss.39.3 (ca. 200 B.C.): regul. Adv. -κῶς Arr.An.7.29.1, Poll.8.13.
Spanish (DGE)
-ές
1 desconsiderado, severo τι ἀνεπιεικέστερον πρᾶξαι actuar con bastante desconsideración Th.3.66, γνῶμαι LXX Pr.12.26, ἐκείνοις ἀνεπιεικές τι ἐγκαλέσαι D.C.41.32.5, ὁ ἀνεπιεικὴς ἂν ἄδικος εἴη Alex.Aphr.in Top.208.9, cf. Ar.Fr.74.4A
•neutr. como adv. sin consideración ἀποστήσω αὐτὸν ἀπανάγκον καὶ ἀνεπιεικές UPZ 31.10 (II a.C.), ἀ. ἐκστήσω αὐτόν PGiss.39.3 (II a.C.), cf. 108.5.
2 adv. -ῶς sin consideración εἰ ... ἀ. ἐνθυμηθείη Arr.An.7.29.1, cf. Poll.8.13.
German (Pape)
[Seite 224] ές, unbillig, hart, ἀνεπιεικέστερόν τι πρᾶξαι Thuc. 3, 66.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
sans indulgence, dur.
Étymologie: ἀ, ἐπιεικής.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνεπιεικής: -ές, ὁ μὴ ἐπιεικής, σκληρός, Θουκ. 3. 66. - Ἐπίρρ. -κῶς Πολυδ. Η΄, 13.
Greek Monolingual
(Α ἀνεπιεικής, -ές)
μη επιεικής, αυστηρός, αλύγιστος, σκληρός.
Greek Monotonic
ἀνεπιεικής: -ές, άδικος, σκληρός, ανελέητος, σε Θουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἀνεπιεικής: недоброжелательный или суровый Thuc.
Middle Liddell
unreasonable, unfair, Thuc.