ἀντιστάτης: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{DGE
{{DGE
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[oponente]], [[adversario]] εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.<i>Th</i>.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[viga vertical]] en una máquina de torsión, Hero <i>Bel</i>.91.9.
|dgtxt=-ου, ὁ <b class="num">1</b> [[oponente]], [[adversario]] εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.<i>Th</i>.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.<br /><b class="num">2</b> [[viga vertical]] en una máquina de torsión, Hero <i>Bel</i>.91.9.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθίστημι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντιστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, [[ἐχθρός]], Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. [[ὑποστήριγμα]], Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.
|lstext='''ἀντιστάτης''': [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, [[ἐχθρός]], Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. [[ὑποστήριγμα]], Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br />adversaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἀνθίστημι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:05, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντιστᾰτης Medium diacritics: ἀντιστάτης Low diacritics: αντιστάτης Capitals: ΑΝΤΙΣΤΑΤΗΣ
Transliteration A: antistátēs Transliteration B: antistatēs Transliteration C: antistatis Beta Code: a)ntista/ths

English (LSJ)

[ᾰ], ου, ὁ, A opponent, adversary, A.Th.518, Plu.2.1084b. II vertical beam in plinth of torsion-engine, Hero Bel.91.11.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ 1 oponente, adversario εἰκὸς δὲ πράξειν ἄνδρας ὧδ' ἀντιστάτας A.Th.517, ὄχλον ἀντιστάτην de animales, Plu.2.1084b, cf. Lesb.Rh.2.15, Hsch.
2 viga vertical en una máquina de torsión, Hero Bel.91.9.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
adversaire.
Étymologie: ἀνθίστημι.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ, ἐνάντιος, ἐχθρός, Αἰσχυλ. Θ. 518, Πλούτ. 2.1084Β. ΙΙ. ὑποστήριγμα, Ἡρών Βελοπ. 131 κἑξ.

Greek Monolingual

ο (AM ἀντιστάτης)
νεοελλ.
δοκάρι που τοποθετείται λοξά για να στηρίξει το μακρύ και οριζόντιο δοκάρι του ξύλινου σκελετού της στέγης
μσν.
δαίμονας, σατανάς
(μσν. -αρχ.) αυτός που εναντιώνεται στον ανώτερο του, επαναστάτης, αντάρτης
αρχ.
ξύλινο στήριγμα, αντηρίδα.

Greek Monotonic

ἀντιστάτης: [ᾰ], -ου, ὁ (ἀνθίσταμαι), αντίπαλος, αντίμαχος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντιστάτης: ου ὁ противник Aesch., Plut.

Middle Liddell

[ἀνθίσταμαι]
an opponent, adversary, Aesch.