ἀντοφείλω: Difference between revisions

From LSJ

ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] dagegen, dafür schuldig sein, [[χάριν]] Thuc. 2, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0265.png Seite 265]] dagegen, dafür schuldig sein, [[χάριν]] Thuc. 2, 40.
}}
{{bailly
|btext=devoir à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὀφείλω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀντοφείλω''': [[ὀφείλω]] [[χάριν]], ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς [[χάριν]], ἀλλ’ ἐς [[ὀφείλημα]] τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς [[χάριν]], διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται [[χάρις]], ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.
|lstext='''ἀντοφείλω''': [[ὀφείλω]] [[χάριν]], ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς [[χάριν]], ἀλλ’ ἐς [[ὀφείλημα]] τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς [[χάριν]], διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται [[χάρις]], ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.
}}
{{bailly
|btext=devoir à son tour <i>ou</i> en retour.<br />'''Étymologie:''' [[ἀντί]], [[ὀφείλω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀντοφείλω Medium diacritics: ἀντοφείλω Low diacritics: αντοφείλω Capitals: ΑΝΤΟΦΕΙΛΩ
Transliteration A: antopheílō Transliteration B: antopheilō Transliteration C: antofeilo Beta Code: a)ntofei/lw

English (LSJ)

owe a good turn, to be indebted, Th.2.40.

Spanish (DGE)

deber un favor ὁ δὲ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος Th.2.40.

German (Pape)

[Seite 265] dagegen, dafür schuldig sein, χάριν Thuc. 2, 40.

French (Bailly abrégé)

devoir à son tour ou en retour.
Étymologie: ἀντί, ὀφείλω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀντοφείλω: ὀφείλω χάριν, ὁ δ’ ἀντοφείλων ἀμβλύτερος, εἰδὼς οὐκ ἐς χάριν, ἀλλ’ ἐς ὀφείλημα τὴν ἀρετὴν ἀποδώσων, εἰξεύρων ὅτι θὰ ἀποδώσῃ τὴν εὐεργεσίαν οὐχὶ πρὸς χάριν, διὰ νὰ τῷ χρεωστῆται χάρις, ἀλλὰ πρὸς ἀπότισιν χρέους, Θουκ. 2. 40.

Greek Monolingual

ἀντοφείλω (Α)
χρωστώ χάρη ή ευεργεσία
(«ὁ δ' ἀντοφείλων ἀμβλύτερος» — αυτός όμως που χρωστάει χάρη σε άλλον δεν είναι πολύ πρόθυμος στην ανταπόδοση της οφειλής του, Θουκυδ.).

Greek Monotonic

ἀντοφείλω: μέλ. -ήσω, χρωστώ σε κάποιον αντι-χάρη, σε Θουκ.

Russian (Dvoretsky)

ἀντοφείλω: быть со своей стороны в долгу Thuc.

Middle Liddell

to owe one a good turn, Thuc.