ἀπαιδαγώγητος: Difference between revisions

From LSJ

Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0275.png Seite 275]] ohne Führer, unerzogen, ungebildet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 u. Sp.; c. gen., in etwas, τῶν ἀναγκαίων Arist. pol. 8, 4, wo ἀπαιδάγωγος [[varia lectio|v.l.]]
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0275.png Seite 275]] ohne Führer, unerzogen, ungebildet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 u. Sp.; c. gen., in etwas, τῶν ἀναγκαίων Arist. pol. 8, 4, wo ἀπαιδάγωγος [[varia lectio|v.l.]]
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans précepteur, sans guide;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> non instruit de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παιδαγωγέω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπαιδᾰγώγητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] παιδαγωγοῦ ἢ ὁδηγοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 36: ὁ μὴ παιδαγωγηθείς, [[ἀπαίδευτος]], τινὸς ὁ αὐτ. Πολιτ. 8. 4, 6 (δ. γρ. ἀπαιδάγωγος). - Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ.
|lstext='''ἀπαιδᾰγώγητος''': -ον, ὁ [[ἄνευ]] παιδαγωγοῦ ἢ ὁδηγοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 36: ὁ μὴ παιδαγωγηθείς, [[ἀπαίδευτος]], τινὸς ὁ αὐτ. Πολιτ. 8. 4, 6 (δ. γρ. ἀπαιδάγωγος). - Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> sans précepteur, sans guide;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> non instruit de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[παιδαγωγέω]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 13:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαιδᾰγώγητος Medium diacritics: ἀπαιδαγώγητος Low diacritics: απαιδαγώγητος Capitals: ΑΠΑΙΔΑΓΩΓΗΤΟΣ
Transliteration A: apaidagṓgētos Transliteration B: apaidagōgētos Transliteration C: apaidagogitos Beta Code: a)paidagw/ghtos

English (LSJ)

ον, without teacher or guide, Arist.EN1121b11; uneducated, untaught, τινός in a thing, Id.Pol.1338b33 (v.l. ἀπαιδάγωγος) -ητον, τό, lack of education, Sor.1.33.

Spanish (DGE)

-ον
I 1que carece de guíaἄσωτος ἀ. γενόμενος εἰς ταῦτα μεταβαίνει el pródigo, aunque sin nadie que lo dirija, se encamina a esto Arist.EN 1121b11
no educado τῶν ἀναγκαίων Arist.Pol.1338b33.
2 grosero παιδιαί Ph.2.266, ψυχή Ph.1.547.
II subst. τὸ ἀ. carencia de educación Sor.22.24.
III adv. -ως sin instrucción, ignorantemente ἀ. ... ἰέναι πρὸς Θεόν Cyr.Al.M.73.416B, ἀ. ... τὴν ἐπὶ τῷ μυστηρίῳ ποιούμενοι βάσανον Cyr.Al.M.73.712B.

German (Pape)

[Seite 275] ohne Führer, unerzogen, ungebildet, Arist. Eth. Nic. 4, 1 u. Sp.; c. gen., in etwas, τῶν ἀναγκαίων Arist. pol. 8, 4, wo ἀπαιδάγωγος v.l.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 sans précepteur, sans guide;
2 p. ext. non instruit de, gén..
Étymologie: , παιδαγωγέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαιδᾰγώγητος: -ον, ὁ ἄνευ παιδαγωγοῦ ἢ ὁδηγοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 36: ὁ μὴ παιδαγωγηθείς, ἀπαίδευτος, τινὸς ὁ αὐτ. Πολιτ. 8. 4, 6 (δ. γρ. ἀπαιδάγωγος). - Ἐπίρρ. -τως Κύριλλ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀπαιδαγώγητος, -ον)
αυτός που δεν έτυχε αγωγής, αμόρφωτος, απαίδευτος
αρχ.
1. όποιος δεν έχει οδηγό ή δάσκαλο
2. εκείνος που δεν έχει εκπαιδευτεί σε κάτι.

Greek Monotonic

ἀπαιδᾰγώγητος: -ον, αυτός που δεν έχει παιδαγωγό, δάσκαλο ή καθοδηγητή, σε Αριστ.· απαίδευτος, αδίδακτος, τινος, σε κάτι, στον ίδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαιδᾰγώγητος:
1) лишенный руководства, невоспитанный Arst.;
2) не обученный (τινος Arst.).

Middle Liddell


without teacher or guide, Arist.: uneducated, untaught, τινος in a thing, Arist.