ἀποσκηνέω: Difference between revisions
τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{DGE | {{DGE | ||
|dgtxt=[[acampar aparte]] τῶν Ἑλλήνων X.<i>An</i>.3.4.35. | |dgtxt=[[acampar aparte]] τῶν Ἑλλήνων X.<i>An</i>.3.4.35. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=-ῶ :<br />habiter sous une tente à part de, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀπόσκηνος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσκηνέω''': κατασκηνῶ [[μακράν]] τινος, τούτου [[ἕνεκα]] [[πόρρω]] ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 ([[ὅπερ]] ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ [[ἀποσκηνόω]]). | |lstext='''ἀποσκηνέω''': κατασκηνῶ [[μακράν]] τινος, τούτου [[ἕνεκα]] [[πόρρω]] ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 ([[ὅπερ]] ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ [[ἀποσκηνόω]]). | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 13:25, 2 October 2022
English (LSJ)
encamp apart, πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἐλλήνων X.An. 3.4.35.
Spanish (DGE)
acampar aparte τῶν Ἑλλήνων X.An.3.4.35.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
habiter sous une tente à part de, gén..
Étymologie: ἀπόσκηνος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποσκηνέω: κατασκηνῶ μακράν τινος, τούτου ἕνεκα πόρρω ἀπεσκήνουν τῶν Ἑλλήνων Ξεν. Ἀν. 3. 4, 35 (ὅπερ ἕτεροι ἀναφέρουσιν εἰς τὸ ἀποσκηνόω).
Greek Monotonic
ἀποσκηνέω: μέλ. -ήσω, κατασκηνώνω μακριά από, μεταφέρω την κατοικία μου μακριά από, τινός, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
ἀποσκηνέω: и ἀποσκηνόω
1) располагаться лагерем вдали (τινος Xen.);
2) жить отдельно Plut.;
3) жить далеко или находиться на (далеком) расстоянии (οὐ μακρὰν ἀ. τινος Plut.).