ἀπερείσιος: Difference between revisions
ὥσπερ γὰρ ζώου τῶν ὄψεων ἀφαιρεθεισῶν ἀχρειοῦται τὸ ὅλον, οὕτως ἐξ ἱστορίας ἀναιρεθείσης τῆς ἀληθείας τὸ καταλειπόμενον αὐτῆς ἀνωφελὲς γίνεται διήγημα → for just as a living creature which has lost its eyesight is wholly incapacitated, so if history is stripped of her truth all that is left is but an idle tale | for, just as closed eyes make the rest of an animal useless, what is left from a history blind to the truth is just a pointless tale
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ep. = [[ἀπειρέσιος]], Hom. oft ἀπερείσι' [[ἄποινα]], z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0287.png Seite 287]] ep. = [[ἀπειρέσιος]], Hom. oft ἀπερείσι' [[ἄποινα]], z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ἀπειρέσιος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀπερείσιος''': -ον, [[ἕτερος]] Ἐπ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπειρέσιος]], ὡς [[ἀείδελος]] ἀντὶ [[ἀΐδηλος]], παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ [[ἄποινα]], «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ. | |lstext='''ἀπερείσιος''': -ον, [[ἕτερος]] Ἐπ. [[τύπος]] τοῦ [[ἀπειρέσιος]], ὡς [[ἀείδελος]] ἀντὶ [[ἀΐδηλος]], παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ [[ἄποινα]], «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth |
Revision as of 13:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, = ἀπειρέσιος (q.v.); ἀπερείσι' ἄποινα countless ransom, Il.1.13, al.; ἕδνα 16.178; δῶρα A.R.1.419; ἄλγος AP7.363.
Spanish (DGE)
v. ἀπειρέσιος.
German (Pape)
[Seite 287] ep. = ἀπειρέσιος, Hom. oft ἀπερείσι' ἄποινα, z. B. Il. 1, 13, viel Lösegeld; ἀπ. ἕδνα Iliad. 16, 178 Od. 19, 529.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
c. ἀπειρέσιος.
Greek (Liddell-Scott)
ἀπερείσιος: -ον, ἕτερος Ἐπ. τύπος τοῦ ἀπειρέσιος, ὡς ἀείδελος ἀντὶ ἀΐδηλος, παρ’ Ὁμ. ἀεί, ἀπερείσι’ ἄποινα, «ἄπειρα τῷ πλήθει, πολλὰ δῶρα, λύτρα» (Σχόλ.), Ἰλ. Α. 13, κτλ.
English (Autenrieth)
see ἀπειρέσιος.
Greek Monolingual
ἀπερείσιος, -ον (Α)
βλ. απειρέσιος.
Greek Monotonic
ἀπερείσιος: -ον, άλλος ένας Επικ. τύπος του ἀπειρέσιος, στον Όμηρ.· πάντοτε ἀπερείσι' ἄποινα, αναρίθμητα δώρα, λύτρα.
Russian (Dvoretsky)
ἀπερείσιος: Hom. = ἀπειρέσιος.
Frisk Etymological English
See also: ἀπειρέσιος
Middle Liddell
ἀπειρέσιος
ἀπερείσι' ἄποιναcountless ransom.
Frisk Etymology German
ἀπερείσιος: {apereísios}
See also: s. ἀπειρέσιος.
Page 1,121