ἁγιστεία: Difference between revisions
ἀκίνδυνοι δ' ἀρεταὶ οὔτε παρ' ἀνδράσιν οὔτ' ἐν ναυσὶ κοίλαις τίμιαι → but excellence without danger is honored neither among men nor in hollow ships
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0014.png Seite 14]] ἡ, 1) αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἁγ., neben θυσίαι, Tempelgebräuche, Isocr. 11, 28; so Plat. Ax. 371 d τὰς ὁσίους ἁγ. συντελοῦσι, von den Mysterien der Ceres (VLL. [[ἱεροτελεστία]], λατρεῖαι); Plut. Rom. 22 ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁγ., von dem Dienst der Vestalinnen; αἱ ἱερατικαὶ ἁγ., von Aegypten, Symp. 8, 8, 2. – 2) Gottesfurcht, Luc. Amor. 15 [[δεισιδαίμων]] ἁγ., aberglaubische G.; ähnl. auch Strab. IX, 417. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0014.png Seite 14]] ἡ, 1) αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἁγ., neben θυσίαι, Tempelgebräuche, Isocr. 11, 28; so Plat. Ax. 371 d τὰς ὁσίους ἁγ. συντελοῦσι, von den Mysterien der Ceres (VLL. [[ἱεροτελεστία]], λατρεῖαι); Plut. Rom. 22 ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁγ., von dem Dienst der Vestalinnen; αἱ ἱερατικαὶ ἁγ., von Aegypten, Symp. 8, 8, 2. – 2) Gottesfurcht, Luc. Amor. 15 [[δεισιδαίμων]] ἁγ., aberglaubische G.; ähnl. auch Strab. IX, 417. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br />coutume sacrée, cérémonie religieuse.<br />'''Étymologie:''' [[ἁγιστεύω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἁγιστεία''': ἡ, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθ. ἅγιαι τελεταί, [[λατρεία]] ἐν τῷ ναῷ, [[ἱεροτελεστία]], Ἰσοκρ. 227Α, Πλάτ. Ἀξ. 371D, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 3. ΙΙ. [[ἁγιωσύνη]], Στράβων 417. | |lstext='''ἁγιστεία''': ἡ, [[μάλιστα]] ἐν τῷ πληθ. ἅγιαι τελεταί, [[λατρεία]] ἐν τῷ ναῷ, [[ἱεροτελεστία]], Ἰσοκρ. 227Α, Πλάτ. Ἀξ. 371D, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 3. ΙΙ. [[ἁγιωσύνη]], Στράβων 417. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:00, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, ritual, service, τῶν θεῶν, in plural, Isoc.11.28, cf. Pl.Ax.371d, Arist. Cael.268a14; later in sg., Str.9.3.7, J.Ap.1.7, Plu.Rom.22, Jul.Or.5.178d.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Alolema(s): -ίη Call.SHell.265.21
1 rito, ceremonia gener. en plu. ἁγιστείαι τῶν θεῶν Isoc.11.28, Arist.Cael.268a14, de los misterios τοῖς μεμυημένοις ἐστίν τις προεδρία καὶ τὰς ὁσίους ἁγιστείας κἀκεῖσε (en la otra vida) συντελοῦσι Pl.Ax.371d, tb. en sg. διὰ τῆς ἁγιστείας οὐχ ἡ ψυχὴ μόνον ἀλλὰ καὶ τὰ σώματα ... σωτηρίας ἀξιοῦται Iul.Or.8.178d.
2 culto ἁγι[στείη] ν οὐδαμὰ παυσομένην Call.l.c., ἁ. μεγάλη culto importante, costoso en Delfos como centro de la anfictionía, Str.9.3.7, μετέχειν τῆς ἄλλης ἁ. I.Ap.1.36, περὶ τὸ πῦρ ἁ. Plu.Rom.22, περὶ τὸ θεῖον Procl.in R.1.78.
3 piedad, devoción, santidad ἡ ἱερωσύνης ἁ. Isid.Pel.Ep.M.78.985D.
German (Pape)
[Seite 14] ἡ, 1) αἱ ἐν τοῖς ἱεροῖς ἁγ., neben θυσίαι, Tempelgebräuche, Isocr. 11, 28; so Plat. Ax. 371 d τὰς ὁσίους ἁγ. συντελοῦσι, von den Mysterien der Ceres (VLL. ἱεροτελεστία, λατρεῖαι); Plut. Rom. 22 ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁγ., von dem Dienst der Vestalinnen; αἱ ἱερατικαὶ ἁγ., von Aegypten, Symp. 8, 8, 2. – 2) Gottesfurcht, Luc. Amor. 15 δεισιδαίμων ἁγ., aberglaubische G.; ähnl. auch Strab. IX, 417.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
coutume sacrée, cérémonie religieuse.
Étymologie: ἁγιστεύω.
Greek (Liddell-Scott)
ἁγιστεία: ἡ, μάλιστα ἐν τῷ πληθ. ἅγιαι τελεταί, λατρεία ἐν τῷ ναῷ, ἱεροτελεστία, Ἰσοκρ. 227Α, Πλάτ. Ἀξ. 371D, Ἀριστ. π. Οὐρ. 1. 1, 3. ΙΙ. ἁγιωσύνη, Στράβων 417.
Greek Monotonic
ἁγιστεία: ἡ, κυρίως στον πληθ., ιερές τελετές, ιεροτελεστίες, λατρείες στο ναό, σε Ισοκρ.
Russian (Dvoretsky)
ἁγιστεία: ἡ преимущ. pl. священный обряд Isocr., Plat., Arst.: ἡ περὶ τὸ πῦρ ἁ. Plut. религиозный культ огня; δεισιδαίμων ἁ. Luc. суеверный обряд.
Middle Liddell
mostly in plural holy rites, temple-worship, Isocr.