ἐκτράπελος: Difference between revisions

From LSJ

ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] vom Gewöhnlichen abweichend, ungewöhnlich; τῆς ὄψεως τὸ ἐκτρ. Ael. H. A. 14, 9; a. Sp. Bes. Kinder von ungewöhnlich schnellem Wachsthum, Plin. H. N. 7, 16. – Adv., Luc. ep. 7 (XI, 402).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0783.png Seite 783]] vom Gewöhnlichen abweichend, ungewöhnlich; τῆς ὄψεως τὸ ἐκτρ. Ael. H. A. 14, 9; a. Sp. Bes. Kinder von ungewöhnlich schnellem Wachsthum, Plin. H. N. 7, 16. – Adv., Luc. ep. 7 (XI, 402).
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτρέπω]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐκτράπελος''': -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, [[παράδοξος]], [[ἀσυνήθης]], Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402.
|lstext='''ἐκτράπελος''': -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, [[παράδοξος]], [[ἀσυνήθης]], Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d'une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.<br />'''Étymologie:''' [[ἐκτρέπω]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater

Revision as of 14:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτράπελος Medium diacritics: ἐκτράπελος Low diacritics: εκτράπελος Capitals: ΕΚΤΡΑΠΕΛΟΣ
Transliteration A: ektrápelos Transliteration B: ektrapelos Transliteration C: ektrapelos Beta Code: e)ktra/pelos

English (LSJ)

[ᾰ], ον, A turning from the common course, perverse, strange, νόμοι Thgn.290, cf. Pherecr.145.23, Ael.NA14.9; ζῷα (i. e. Κύκλωπες) Hermog.Id.2.10; monstrous, of huge children, Plin.HN7.76. Adv. -λως, ἔσθων AP11.402 (Luc.). II odious, κέρδεα, ἔπος, prob. in Pi.P.1.92, 4.105.

Spanish (DGE)

-ον
• Prosodia: [ᾰ]
I 1extraño, contrario al buen sentido o al orden natural de las cosas νόμοι Thgn.290, ἄγων ἐκτραπέλους μυρμηκιάς introduciendo extraños trinos (el poeta Timoteo), Pherecr.155.23
impresionante, fuera de lo normal por su aspecto, de Jasón, Sch.Pi.P.4.156a.
2 desmesurado, monstruoso en su tamaño o apariencia σύνθετά τινα ζῷα ἢ ἐκτράπελα, οἷον Πήγασοι καὶ Γοργόνες Hermog.Id.2.10 (p.392), Ἀλκυονέα τὸν ἐκτράπελον Sch.Pi.I.6.47d
neutr. subst. δεδιέναι ... τοῦ θαλαττίου (λέοντος) τῆς ὄψεως τὸ ἐ. temer la monstruosa apariencia del león marino Ael.NA 14.9, ἐκτραπέλους graeci uocant eos de niños deformes, Plin.HN 7.76.
II adv. -ως desmesuradamente ἔσθων ἐ. AP 11.402 (Luc.).

German (Pape)

[Seite 783] vom Gewöhnlichen abweichend, ungewöhnlich; τῆς ὄψεως τὸ ἐκτρ. Ael. H. A. 14, 9; a. Sp. Bes. Kinder von ungewöhnlich schnellem Wachsthum, Plin. H. N. 7, 16. – Adv., Luc. ep. 7 (XI, 402).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une grosseur extraordinaire, monstrueux, énorme.
Étymologie: ἐκτρέπω.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτράπελος: -ον, ἐκτρεπόμενος ἐκ τοῦ συνήθους δρόμου, παράδοξος, ἀσυνήθης, Θέογν. 290, Meineke Φερεκρ. ἐν «Χείρωνι», 1. 23, πρβλ. Αἰλ. π. Ζ. 14. 9˙ ἐπὶ ὑπερβολικῶς μεγάλων παιδίων, Πλίν. 7. 16. - Ἐπίρρ. -λως Ἀνθ. Π. 11. 402.

English (Slater)

ἐκτράπελος out of place ἐκτράπελον (e Σ Heyne: ἐντράπελον codd.) (P. 4.105) ]

Greek Monolingual

ἐκτράπελος, -ον (Α)
1. αυτός που εκτρέπεται από τον συνηθισμένο δρόμο, ασυνήθιστος, παράδοξος
2. μισητός, απεχθής
3. (για υπερβολικά και πρόωρα ανεπτυγμένα παιδιά) τερατώδης.

Greek Monotonic

ἐκτράπελος: [ᾰ], -ον (ἐκτρέπομαι), αυτός που εκτρέπεται από το συνήθη δρόμο, παράδοξος, ασυνήθιστος, σε Θέογν.

Russian (Dvoretsky)

ἐκτράπελος: исполинский Plin.

Middle Liddell

ἐκτρᾰ́πελος, ον [ἐκτρέπομαι]
turning from the common course, devious, strange, Theogn.