ἐνδόσιμος: Difference between revisions

From LSJ

Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0835.png Seite 835]] 1) was gegeben, geschenkt wird, Schol. Ar. Nubb. 1200. – 2) nachgebend; σιτία τῇ πέψει, leicht verdaulich, Plut. san. tuend. p. 394; leicht, καὶ εὐδιάλυτα Dion. Hal. rhet. 8, 15; – κατηγόρησεν ἐνδόσιμα Hyperid. bei Poll. 8, 143. – 3) Nach Poll. 1, 210, τὸ δὲ ἐνδόσιμον εἰς τὸν δρόμον κροῦσαι τῷ ποδὶ τὴν γαστέρα καὶ ἀνακλάσαι τὸν αὐχένα ἐκ τοῦ χαλίνου, das Zeichen zum Lauf, das den Lauf Angebende oder Einleitende; so bes. von der Musik, Zeichen zum Anfang, Vorspiel; τὸ ἐνδόσιμον, das Vorspiel, Arist. rhet. 3, 14; vom Flötenspiel, von der Rede, pol. 8, 5; ἐνδόσιμον παρέχειν εἰς ξύμβασιν Arr. An. 1, 7, 8, Veranlassung, Gelegenheit, vgl. Luc. Alex. 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0835.png Seite 835]] 1) was gegeben, geschenkt wird, Schol. Ar. Nubb. 1200. – 2) nachgebend; σιτία τῇ πέψει, leicht verdaulich, Plut. san. tuend. p. 394; leicht, καὶ εὐδιάλυτα Dion. Hal. rhet. 8, 15; – κατηγόρησεν ἐνδόσιμα Hyperid. bei Poll. 8, 143. – 3) Nach Poll. 1, 210, τὸ δὲ ἐνδόσιμον εἰς τὸν δρόμον κροῦσαι τῷ ποδὶ τὴν γαστέρα καὶ ἀνακλάσαι τὸν αὐχένα ἐκ τοῦ χαλίνου, das Zeichen zum Lauf, das den Lauf Angebende oder Einleitende; so bes. von der Musik, Zeichen zum Anfang, Vorspiel; τὸ ἐνδόσιμον, das Vorspiel, Arist. rhet. 3, 14; vom Flötenspiel, von der Rede, pol. 8, 5; ἐνδόσιμον παρέχειν εἰς ξύμβασιν Arr. An. 1, 7, 8, Veranlassung, Gelegenheit, vgl. Luc. Alex. 19.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se laisse aller à, qui s'abandonne, se prête à, τινι;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ ἐνδόσιμον ce qui donne le ton, prélude d'un air de musique <i>ou</i> d'un discours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδίδωμι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐνδόσιμος''': -ον, [[ἄμισθος]], «τῇ ἐνδοσίμῳ τριακοστῇ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1200, Λατ. facilis· - [[ἐνδοτικός]], [[εὔκολος]], οὕτω μὲν δὴ καὶ ἐνδόσιμα καὶ εὐδιάλυτα προτείνει καὶ στρεφόμενα καὶ ἐναντία λέγει Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 8. 15· ἐνδόσιμα (τὰ σιτία) τῇ πέψει, εὔπεπτα, εὐκολοχώνευτα, Πλούτ. 2. 131C.
|lstext='''ἐνδόσιμος''': -ον, [[ἄμισθος]], «τῇ ἐνδοσίμῳ τριακοστῇ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1200, Λατ. facilis· - [[ἐνδοτικός]], [[εὔκολος]], οὕτω μὲν δὴ καὶ ἐνδόσιμα καὶ εὐδιάλυτα προτείνει καὶ στρεφόμενα καὶ ἐναντία λέγει Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 8. 15· ἐνδόσιμα (τὰ σιτία) τῇ πέψει, εὔπεπτα, εὐκολοχώνευτα, Πλούτ. 2. 131C.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se laisse aller à, qui s'abandonne, se prête à, τινι;<br /><b>2</b> <i>subst.</i> τὸ ἐνδόσιμον ce qui donne le ton, prélude d'un air de musique <i>ou</i> d'un discours.<br />'''Étymologie:''' [[ἐνδίδωμι]].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐνδόσιμος:''' [[податливый]]: ἐ. τῇ πέψει Plut. удобоваримый.
|elrutext='''ἐνδόσιμος:''' [[податливый]]: ἐ. τῇ πέψει Plut. удобоваримый.
}}
}}

Revision as of 14:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐνδόσιμος Medium diacritics: ἐνδόσιμος Low diacritics: ενδόσιμος Capitals: ΕΝΔΟΣΙΜΟΣ
Transliteration A: endósimos Transliteration B: endosimos Transliteration C: endosimos Beta Code: e)ndo/simos

English (LSJ)

ον, A serving as a prelude, ᾆσμα Artem.2.66; ψαλμὸς ἐ. τῇ ᾠδῇ, Suid.: but usually neut. ἐνδόσιμον, τό (τὸ πρὸ τῆς ᾠδῆς κιθάρισμα, Hsch.); that which gives the key to the tune, in music, Arist.Rh.1414b24, Mu.399a19, Hld.3.2, Ael.NA11.1, Poll.1.210: metaph., keynote of a speech, Arist.Rh.1415a7, Pol.1339a13, cf. Max.Tyr.7.7, Jul.Ep. 186: generally, signal for a race, Hld.4.3; (πρόβατα) πρὸς τὰ ἐ. τῆς σύριγγος ποιμαινόμενα Id.5.14: metaph., τὸ τοῦ καιροῦ καὶ τῆς ὥρας ἐνδόσιμον Id.4.16; τοῦ φιλοσοφεῖν ἐνδόσιμον ἔδωκαν Phld.Acad.Ind.p.5M.; ὥσπερ ἐ. ἕξει πρός τι Plu.2.73b; τοῦ λογισμοῦ τὸ ἐνδόσιμον παρεσχηκότος Porph.Sent. 32, cf. Luc.Symp.30 (also ἐ. παρασχέσθαι Dam.Pr.415); λαβεῖν Luc. Alex.19; μέχρις ἂν τὸ ἐνδόσιμον τῆς διαλύσεως σημήνῃ M.Ant.11.20; ἐ. τοῖς στρατιώταις ἔργῳ διδούς Hdn.3.6.10 (so prob. as adjective, (σιτία) ἐνδόσιμα τῇ πέψει giving the signal for digestion, Plu.2.131c). II yielding, τὸ ἐνδόσιμον καὶ πειθήνιον ib.442c, cf. Max.Tyr.1.2, Hld.9.4; of arguments, easily refuted, κατηγόρησεν ἐνδόσιμα Hyp.Fr.241; ἐνδόσιμα προτείνειν D.H.Rh.8.15.

Spanish (DGE)

-ον
I 1débil ref. argumentos, neutr. plu. subst. como ac. int. κατηγόρησεν ἐνδόσιμα hizo débiles acusaciones Hyp.Fr.241
frágil de naves, Max.Tyr.30.2
suave, relajado del ejercicio fís. τὰ γυμνάσια Philostr.Gym.52.
2 dócil, condescendiente, sumiso οὐδαμῇ γὰρ ἐνδόσιμον ... ἡδονῇ ... τὴν ψυχὴν παρίστησιν de ninguna manera pone el alma a disposición del placer Clem.Al.Strom.7.7.45
subst. τὸ ἐνδόσιμον = sumisión, entrega junto a πειθήνιονobediencia’, Plu.2.442c, op. ἀπότομονseveridad’, Gr.Naz.M.35.940A.
3 mús. que sirve de preludio, introductorio ref. un canto o composición musical αὐτῆς (χελιδόνος) ἡ φωνὴ οὐ θρῆνος ἀλλ' ᾆσμα ἐνδόσιμον καὶ κελευστικὸν πρὸς ἔργα Artem.2.66.
II subst. τὸ ἐνδόσιμον
1 impulso, factor desencadenante τὸ εἰς τὸν Ἰησοῦν ἐνδόσιμον ἐστι, ὁ κτίστης αὐτοῦ Λόγος ref. al Logos como sustancia que domina sobre las demás, Leont.Byz.M.86.1736D, λαῖλαψ νεφώδης εἰς ἀέρα ἔρχεται ἄνωθεν λαβοῦσα τὸ ἐνδόσιμον Eust.1064.30, c. dat. ἐνδόσιμα τῇ πέψει καὶ μαλακτικὰ παρέχουσα proporcionando factores desencadenantes y facilitadores para la digestión Plu.2.131c.
2 pretexto, excusa τὸ ἐνδόσιμον παρασχούσης τῆς ἐπιστολῆς Luc.Symp.30, λαβεῖν Luc.Alex.19, τοῦ λογισμοῦ τὸ ἐνδόσιμον διὰ τῆς ῥοπῆς παρεσχηκότος Porph.Sent.32, cf. Gr.Nyss.Fat.34.7, Dam.in Prm.415, c. gen. τοῦ φιλοσοφεῖν Phld.Acad.Hist.1.20, προθυμίας καὶ ἀνδρείας τὸ ἐνδόσιμον τοῖς στρατιώταις ἔργῳ διδούς Hdn.3.6.10, c. πρός y ac. ἑτέρου δὲ μικρολογουμένου ... ἐ. ἕξει πρὸς τὰ μείζονα τῶν ἁμαρτημάτων Plu.2.73b
ocasión, oportunidad τοῦ καιροῦ καὶ τῆς ὥρας ἐ. Hld.4.16.2, ὅταν ὁ καιρὸς παράσχῃ τῆς ἀπολαύσεως τῶν καρπῶν τὸ ἐνδόσιμον Gr.Nyss.Hom.in Cant.283.6.
3 tregua, prórroga ἐχέτω μὲν τὸ τῶν δύω μηνῶν καθ' ἕκαστον ἔτος ἐ. Iust.Nou.72.6, Φλωρέντιος ἐπίσκοπος Σάρδεων ἐνδόσιμον ᾔτησεν Euagr.Schol.HE 2.18 (p.80).
4 téc. vía, conducto ἐ. τῷ ὕδατι Hld.9.4.2.
5 mús. nota que da el tono al final de un preludio para el comienzo de un canto, Arist.Rh.1414b24, Ael.NA 11.1, c. gen. τοῦ μέλους Hld.3.2.2, cf. Max.Tyr.1.7, Iul.Ep.186.421a, Hsch., tb. ὁ ἐ. Sud.
fig., ref. al mov. del universo, Arist.Mu.399a19
toque, señal de inicio de una carrera τὸ παρὰ τῆς σάλπιγγος ἐ. Hld.4.3.1, (πρόβατα) ἠνείχετο πρὸς τὰ ἐνδόσιμα τῆς σύριγγος ποιμαινόμενα Hld.5.14.2, para que el caballo comience a correr, Poll.1.210, c. gen. de lo señalizado τῆς διαλύσεως M.Ant.11.20, cf. Clem.Al.QDS 6.4.
6 ret. exordio ref. un discurso, c. dat. τὰ ἐνδόσιμα τῷ λόγῳ equiv. a προοίμια Arist.Rh.1415a7, cf. Pol.1339a13
en plu. τὰ ἐνδόσιμα = expresiones introductorias de la discusión καὶ ἐνδόσιμα καὶ εὐδιάλυτα προτείνει ofrece expresiones que permiten la contradicción y son fácilmente refutables D.H.Rh.8.15.
7 concesión, permiso ἴσως ἄνωθεν οὐκ ἐνδοσίμου γενομένου Gr.Ant.Exerc.M.88.1884B.

German (Pape)

[Seite 835] 1) was gegeben, geschenkt wird, Schol. Ar. Nubb. 1200. – 2) nachgebend; σιτία τῇ πέψει, leicht verdaulich, Plut. san. tuend. p. 394; leicht, καὶ εὐδιάλυτα Dion. Hal. rhet. 8, 15; – κατηγόρησεν ἐνδόσιμα Hyperid. bei Poll. 8, 143. – 3) Nach Poll. 1, 210, τὸ δὲ ἐνδόσιμον εἰς τὸν δρόμον κροῦσαι τῷ ποδὶ τὴν γαστέρα καὶ ἀνακλάσαι τὸν αὐχένα ἐκ τοῦ χαλίνου, das Zeichen zum Lauf, das den Lauf Angebende oder Einleitende; so bes. von der Musik, Zeichen zum Anfang, Vorspiel; τὸ ἐνδόσιμον, das Vorspiel, Arist. rhet. 3, 14; vom Flötenspiel, von der Rede, pol. 8, 5; ἐνδόσιμον παρέχειν εἰς ξύμβασιν Arr. An. 1, 7, 8, Veranlassung, Gelegenheit, vgl. Luc. Alex. 19.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se laisse aller à, qui s'abandonne, se prête à, τινι;
2 subst. τὸ ἐνδόσιμον ce qui donne le ton, prélude d'un air de musique ou d'un discours.
Étymologie: ἐνδίδωμι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐνδόσιμος: -ον, ἄμισθος, «τῇ ἐνδοσίμῳ τριακοστῇ» Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Νεφ. 1200, Λατ. facilis· - ἐνδοτικός, εὔκολος, οὕτω μὲν δὴ καὶ ἐνδόσιμα καὶ εὐδιάλυτα προτείνει καὶ στρεφόμενα καὶ ἐναντία λέγει Διον. Ἁλ. Τέχνη Ρητ. 8. 15· ἐνδόσιμα (τὰ σιτία) τῇ πέψει, εὔπεπτα, εὐκολοχώνευτα, Πλούτ. 2. 131C.

Russian (Dvoretsky)

ἐνδόσιμος: податливый: ἐ. τῇ πέψει Plut. удобоваримый.