ἐπίδεσμος: Difference between revisions
Ὅτ' εὐτυχεῖς, μάλιστα μὴ φρόνει μέγα → Minus insolesce, quo magis res prosperae → Wenn du im Glück bist, brüste dich am wenigsten
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0936.png Seite 936]] ὁ, der Verband, die Bandage, Ar. Vesp. 1440; Arist. H. A. 9, 44; Medic. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0936.png Seite 936]] ὁ, der Verband, die Bandage, Ar. Vesp. 1440; Arist. H. A. 9, 44; Medic. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />ligament, bandelette pour pansement.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[δεσμός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐπίδεσμος''': ὁ, ἐξωτερικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. [[ἐπίδεσμα]], τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- [[ὡσαύτως]], ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· [[ἐπίδεσμα]], τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502. | |lstext='''ἐπίδεσμος''': ὁ, ἐξωτερικὸς [[ἐπίδεσμος]], Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. [[ἐπίδεσμα]], τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- [[ὡσαύτως]], ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· [[ἐπίδεσμα]], τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 15:15, 2 October 2022
English (LSJ)
ὁ, upper or outer bandage, Hp.Off.9, Ar.V.1440, Arist.HA630a6, Ph. Bel.96.19: metaph., of fortresses as the 'fetters' of Greece, Str.9.4.15: heterocl. pl. ἐπίδεσμα Ael.NA8.9:—also ἐπίδεσμον, τό, Gal.13.686.
German (Pape)
[Seite 936] ὁ, der Verband, die Bandage, Ar. Vesp. 1440; Arist. H. A. 9, 44; Medic.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
ligament, bandelette pour pansement.
Étymologie: ἐπί, δεσμός.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπίδεσμος: ὁ, ἐξωτερικὸς ἐπίδεσμος, Ἱππ. περὶ Ἰητρεῖον 743 κ. ἀλλ., Ἀριστοφ. Σφ. 1440· ἑτερόκλ. πληθ. ἐπίδεσμα, τά, Αἰλ. π. Ζ. 8. 9:- ὡσαύτως, ἐπίδεσμον, τό, Γαλην.· ἐπίδεσμα, τό, Ἱππ. (ἴδε ἐν λ.), ὅρα Λοβ. Φρύν. 292, καὶ σημείωσιν εἰς Θωμ. Μάγ. σ. 502.
Greek Monolingual
ο (AM ἐπίδεσμος)
ταινία αποστειρωμένου ή απολυμασμένου υφάσματος με την οποία δένεται τραύμα, πληγή ή πάσχον μέλος του σώματος
νεοελλ.
1. ένωση δύο ή περισσότερων ναυτικών σχοινιών με ένα λεπτό σχοινί
2. φρ. «γύψινος επίδεσμος» — επίδεσμος και βρεγμένος γύψος —ο οποίος σκληραίνει μετά την τοποθέτηση— για να συγκρατηθεί και να ακινητοποιηθεί μέλος του σώματος για ορισμένο χρονικό διάστημα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + δεσμός (< δέω «δένω»)].
Greek Monotonic
ἐπίδεσμος: ὁ, ανώτερος ή εξωτερικός επίδεσμος, σε Αριστοφ.
Russian (Dvoretsky)
ἐπίδεσμος: ὁ
1) повязка, бинт Arph., Arst., Plut.;
2) перевязывание Plut.