ἐπανάκειμαι: Difference between revisions

From LSJ

ὦ Θάνατε Θάνατε, νῦν μ' ἐπίσκεψαι μολών → o Death, Death, come now and lay your eyes on me | o death death, come now and look upon me

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(:''') ([\p{Cyrillic}\s]+), ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2, $3 $4")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0900.png Seite 900]] (s. [[κεῖμαι]]), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0900.png Seite 900]] (s. [[κεῖμαι]]), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.
}}
{{bailly
|btext=être exposé <i>ou</i> réservé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνάκειμαι]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἐπανάκειμαι''': [[ἐπίκειμαι]], εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς [[ταπεινός]] τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ [[ἀβίωτος]] ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.
|lstext='''ἐπανάκειμαι''': [[ἐπίκειμαι]], εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς [[ταπεινός]] τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ [[ἀβίωτος]] ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.
}}
{{bailly
|btext=être exposé <i>ou</i> réservé à, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[ἀνάκειμαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 15:20, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπανάκειμαι Medium diacritics: ἐπανάκειμαι Low diacritics: επανάκειμαι Capitals: ΕΠΑΝΑΚΕΙΜΑΙ
Transliteration A: epanákeimai Transliteration B: epanakeimai Transliteration C: epanakeimai Beta Code: e)pana/keimai

English (LSJ)

A to be imposed upon as punishment, τινί X. Cyr.3.3.52. II to be superadded, κακὸν κακῷ -κείμενον Numen. ap.Eus.PE14.8. 2 to be entered as well in a register, Stud.Pal. 1.62.33 (i A.D.).

German (Pape)

[Seite 900] (s. κεῖμαι), darauf gesetzt sein als Strafe, Xen. Cyr. 3, 3, 52.

French (Bailly abrégé)

être exposé ou réservé à, τινι.
Étymologie: ἐπί, ἀνάκειμαι.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπανάκειμαι: ἐπίκειμαι, εἶμαι ἐπιτεθειμένος ἐπί τινος, τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται; Ξεν. Κύρ. 3. 3, 52.

Greek Monolingual

ἐπανάκειμαι (Α) κείμαι
1. είμαι επιβεβλημένος (ειδ. ως τιμωρία) («τοῖς δὲ κακοῖς ταπεινός τε καὶ ἀλγεινὸς καὶ ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται;», Ξεν.)
2. είμαι επαυξημένος, πρόσθετος
3. εισάγομαι, καταχωρίζομαι επί πλέον.

Greek Monotonic

ἐπανάκειμαι: Παθ., επίκειμαι, επιβάλλομαι ως τιμωρία σε κάποιον, τινι, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἐπανάκειμαι: предназначаться, быть уготованным (τοῖς κακοῖς ἀβίωτος ὁ αἰὼν ἐπανακείσεται Xen.).

Middle Liddell


Pass. to be imposed upon as punishment, τινι Xen.