ἔκπλοος: Difference between revisions
Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0774.png Seite 774]] zsgzgn ἔκπλους, ὁ, das Ausschiffen, Auslaufen der Schiffe; Aesch. Pers. 359. 377; τῶν πλοίων Xen. Hell. 2, 1, 17 u. A.; ἔκπλουν ποιεῖσθαι = [[ἐκπλέω]], Thuc. 1, 65 u. öfter. – Auch der Ort zum Auslaufen, Thuc. 7, 70; Xen. Hell. 1, 6, 18. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0774.png Seite 774]] zsgzgn ἔκπλους, ὁ, das Ausschiffen, Auslaufen der Schiffe; Aesch. Pers. 359. 377; τῶν πλοίων Xen. Hell. 2, 1, 17 u. A.; ἔκπλουν ποιεῖσθαι = [[ἐκπλέω]], Thuc. 1, 65 u. öfter. – Auch der Ort zum Auslaufen, Thuc. 7, 70; Xen. Hell. 1, 6, 18. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=v. [[ἔκπλους]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἔκπλοος''': συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ ἐκπλεῖν, [[ὅταν]] ἐκπλέῃ τὸ [[πλοῖον]] ἐκ τοῦ λιμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 385· ποιεῖσθαι ἔκπλ. = ἐκπλεῖν, Θουκ. 1. 65, κτλ.· [[ἐκπλέω]] Ι· βιάζεσθαι τὸν ἔκπλ., διὰ βίας ἐκπλεῖν, ὁ αὐτ. 7. 70· εἴσπλους καὶ ἔκπλ., τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ εἰσπλεῖν καὶ ἐκπλεῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2675α. ΙΙ. τὸ [[στόμα]] λιμένος πρὸς εἴσοδον καὶ ἔξοδον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 367, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 18. | |lstext='''ἔκπλοος''': συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ ἐκπλεῖν, [[ὅταν]] ἐκπλέῃ τὸ [[πλοῖον]] ἐκ τοῦ λιμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 385· ποιεῖσθαι ἔκπλ. = ἐκπλεῖν, Θουκ. 1. 65, κτλ.· [[ἐκπλέω]] Ι· βιάζεσθαι τὸν ἔκπλ., διὰ βίας ἐκπλεῖν, ὁ αὐτ. 7. 70· εἴσπλους καὶ ἔκπλ., τὸ [[δικαίωμα]] τοῦ εἰσπλεῖν καὶ ἐκπλεῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2675α. ΙΙ. τὸ [[στόμα]] λιμένος πρὸς εἴσοδον καὶ ἔξοδον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 367, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 18. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 17:05, 2 October 2022
English (LSJ)
contr. ἔκπλους, ὁ, A sailing out, leaving port, κρυφαῖον ἔ. καθίστατο A.Pers.385; ποιεῖσθαι ἔ.,=ἐκπλεῖν, Th.1.65, etc.; βιάζεσθαι τὸν ἔ. to force one's way out, Id.7.70; εἴσπλους καὶ ἔ. the right of using a port, IG12(7).8.12 (Amorgos), GDI5687.8 (Chios). II entrance of a harbour, A.Pers.367, X.HG1.6.18.
Spanish (DGE)
-ου, ὁ
• Alolema(s): contr. -πλους
I 1partida por mar κρυφαῖος ἔκπλους A.Pers.385, ἔκπλοι τῶν νεῶν Pl.Ep.345d, cf. 319c, ἔκπλουν ποιεῖσθαι salir por mar Th.1.65, cf. Arist.Mir.839b15, βιάζεσθαι ... τὸν ἔκπλουν forzar la salida marítima Th.7.70, μετὰ τὸν ἔκπλουν τοῦ Νικαγόρου Plb.5.38.3, τὰ πρὸς ἔκπλουν γράμματα PGnom.68 (II a.C.), frec. en decretos de proxenía καὶ εἴσπλουγ καὶ ἔκπλουν αὐτοῖς εἶναι que tengan libre entrada y salida de barcos e.e., derecho al libre uso del puerto IG 12(7).8.12 (Amorgos IV/III a.C.), cf. SEG 36.982C.9 (Yaso V a.C.), IEryth.8.7 (IV a.C.), IEphesos 1453.12 (IV/III a.C.).
2 expedición marítima οὐκ ἐξήρκει τὰ ἐκείνου εἰς τὸν ἔκπλουν su fortuna no era bastante para la expedición Lys.19.55, ὁ ἔ. ὁ δι' Ἡρακλείων στηλῶν Aristid.Quint.105.14.
II bocana del puerto ἔκπλους φυλάσσειν A.Pers.367, cf. X.HG 1.6.18, τοῦ λιμένος Plb.Fr.154.
German (Pape)
[Seite 774] zsgzgn ἔκπλους, ὁ, das Ausschiffen, Auslaufen der Schiffe; Aesch. Pers. 359. 377; τῶν πλοίων Xen. Hell. 2, 1, 17 u. A.; ἔκπλουν ποιεῖσθαι = ἐκπλέω, Thuc. 1, 65 u. öfter. – Auch der Ort zum Auslaufen, Thuc. 7, 70; Xen. Hell. 1, 6, 18.
French (Bailly abrégé)
v. ἔκπλους.
Greek (Liddell-Scott)
ἔκπλοος: συνῃρ. -πλους, ὁ, τὸ ἐκπλεῖν, ὅταν ἐκπλέῃ τὸ πλοῖον ἐκ τοῦ λιμένος, Αἰσχύλ. Πέρσ. 385· ποιεῖσθαι ἔκπλ. = ἐκπλεῖν, Θουκ. 1. 65, κτλ.· ἐκπλέω Ι· βιάζεσθαι τὸν ἔκπλ., διὰ βίας ἐκπλεῖν, ὁ αὐτ. 7. 70· εἴσπλους καὶ ἔκπλ., τὸ δικαίωμα τοῦ εἰσπλεῖν καὶ ἐκπλεῖν, Συλλ. Ἐπιγρ. 2675α. ΙΙ. τὸ στόμα λιμένος πρὸς εἴσοδον καὶ ἔξοδον, Αἰσχύλ. Πέρσ. 367, Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 18.
Greek Monotonic
ἔκπλοος: συνηρ. -πλους, ὁ (ἐκπλέω)·
I. απόπλους, όταν το πλοίο αφήνει το λιμάνι, σε Αισχύλ., Θουκ. κ.λπ.
II. πέρασμα, είσοδος λιμανιού, σε Αισχύλ. κ.λπ.
Russian (Dvoretsky)
ἔκπλοος: стяж. ἔκπλους 2
1) отплытие, выход из гавани или в море (κρυφαῖος Aesch.; τῶν πλοίων Xen.): ἔκπλουν ποιεῖσθαι Thuc., Arst. = ἐκπλεῖν;
2) место отплытия (ἔκπλουν φυλάσσειν Aesch.; λιμὴν τὸν ἔκπλουν ἔχων Xen.; ἔ. τοῦ λιμένος Plut.).
Middle Liddell
ἐκπλέω
I. a sailing out, leaving port, Aesch., Thuc., etc.
II. a passage out, entrance of a harbour, Aesch., Xen.