ἔντοπος: Difference between revisions

From LSJ

κρέσσων γὰρ οἰκτιρμοῦ φθόνος → it is better to be envied than pitied | to be envied is a nobler fate than to be pitied (Pindar, Pythian 1.85)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0857.png Seite 857]] dasselbe; Soph. O. C. 1457; Ggstz von [[ἔξεδρος]], Phil. 212, daheim; ibd. 1156 ὦ λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, Schol. πλησιασάντων, derer, die früher hier waren; Plat. Legg. VIII, 848 d u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0857.png Seite 857]] dasselbe; Soph. O. C. 1457; Ggstz von [[ἔξεδρος]], Phil. 212, daheim; ibd. 1156 ὦ λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, Schol. πλησιασάντων, derer, die früher hier waren; Plat. Legg. VIII, 848 d u. Sp.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se trouve dans le même lieu;<br /><b>2</b> propre à un lieu, à un pays ; <i>subst.</i> ἔντοποι habitants d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τόπος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἔντοπος''': -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ’ [[ἔντοπος]] [[ἀνήρ]], [[διότι]] ὁ ἀνὴρ δὲν [[εἶναι]] [[μακράν]], ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, [[αὐτόθι]] 1171· εἴ τις [[ἔντοπος]], ἐὰν [[εἶναι]] κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· [[ἐντόπιος]], [[ἐγχώριος]], [[εἴτε]] τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D.
|lstext='''ἔντοπος''': -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ [[ἔξεδρος]], ἀλλ’ [[ἔντοπος]] [[ἀνήρ]], [[διότι]] ὁ ἀνὴρ δὲν [[εἶναι]] [[μακράν]], ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, [[αὐτόθι]] 1171· εἴ τις [[ἔντοπος]], ἐὰν [[εἶναι]] κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· [[ἐντόπιος]], [[ἐγχώριος]], [[εἴτε]] τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui se trouve dans le même lieu;<br /><b>2</b> propre à un lieu, à un pays ; <i>subst.</i> ἔντοποι habitants d’un pays.<br />'''Étymologie:''' [[ἐν]], [[τόπος]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:13, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔντοπος Medium diacritics: ἔντοπος Low diacritics: έντοπος Capitals: ΕΝΤΟΠΟΣ
Transliteration A: éntopos Transliteration B: entopos Transliteration C: entopos Beta Code: e)/ntopos

English (LSJ)

ον, in or of a place, S.Ph.212 (lyr.), 1171 (lyr.), OC1457, Pl.Lg.848d, prob. in Nausicr.1; ἔλαιον prob. in OGI629.70 (Palmyra, ii A. D.).

Spanish (DGE)

-ον
1 que está en el lugar o en este lugar ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ' ἔ. ἁνήρ que el hombre no está lejos, sino por aquí cerca S.Ph.211, cf. 280, ὦ λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων ¡oh, el mejor de los que han estado aquí antes! habla Filoctetes, S.Ph.1171.
2 perteneciente al lugar, del país o región τις ἔ. S.OC 1457, τινὲς (θεοί) ἔντοποι Μαγνήτων Pl.Lg.848d, de anim. y plantas πασῶν ἀρίστας ἐντόπους ref. salmonetes, Nausicr.1.8, cf. Ath.Epit.325e, ἔλαιον dud. en OGI 629.70 (Palmira II d.C.)
subst. οἱ ἔντοποι los habitantes del lugar πρόβαθ' ὧδε, βᾶτε, βᾶτ', ἔντοποι S.OC 841.

German (Pape)

[Seite 857] dasselbe; Soph. O. C. 1457; Ggstz von ἔξεδρος, Phil. 212, daheim; ibd. 1156 ὦ λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, Schol. πλησιασάντων, derer, die früher hier waren; Plat. Legg. VIII, 848 d u. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui se trouve dans le même lieu;
2 propre à un lieu, à un pays ; subst. ἔντοποι habitants d’un pays.
Étymologie: ἐν, τόπος.

Greek (Liddell-Scott)

ἔντοπος: -ον, ὁ ἔν τινι τόπῳ, ὡς οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ’ ἔντοπος ἀνήρ, διότι ὁ ἀνὴρ δὲν εἶναι μακράν, ἀλλ’ ἐδῶ πλησίον, Σοφ. Φιλ. 212· λῷστε τῶν πρὶν ἐντόπων, συμπαθέστατε τῶν πρότερον ἐπισκεψαμένων τὸν τόπον, αὐτόθι 1171· εἴ τις ἔντοπος, ἐὰν εἶναι κανεὶς ἐδῶ κοντά, ὁ αὐτ. Ο. Κ. 1457· ἐντόπιος, ἐγχώριος, εἴτε τινὲς ἔντοποι Μαγνήτων εἴτ’ ἄλλων Πλάτ. Νόμ. 848D.

Greek Monolingual

ἔντοπος, -ον (Α)
1. αυτός που ζει σ' έναν τόπο ή κοντά σ' έναν τόπο
2. ξένος που βρίσκεται σ' έναν τόπο
3. ντόπιος, ιθαγενής, εγχώριος.

Greek Monotonic

ἔντοπος: -ον, αυτός που είναι σε ή από έναν τόπο, σε Σοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἔντοπος: II ὁ местный житель Soph.
местный, здешний (οὐκ ἔξεδρος, ἀλλ᾽ ἔ. ἀνήρ Soph.; θεοί Plat.).

Middle Liddell

ἔν-τοπος, ον
in or of a place, Soph.

English (Woodhouse)

in a place, living in a country

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)