ἡλιοτρόπιον: Difference between revisions
Γυνὴ δὲ χρηστὴ πηδάλιόν ἐστ' οἰκίας → Honesta mulier est gubernaculum domus → Des Hauses Steuerruder ist die brave Frau
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] τό, 1) Sonnenwende, eine Pflanze, welche Blätter u. Blumen nach dem Sonnenlauf richtet u. deswegen auch [[ἡλιοσκόπιον]] heißt, Theophr., Diosc.; Nic. Ther. 678 umschreibt sie des Verses wegen ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [[ἔρνος]]. – 2) eine Sonnenuhr, Ath. V, 207 f; Plut. Dion. 29. – 3) Bei Plin. H. N. 37, 10, 60 ein Edelstein. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1163.png Seite 1163]] τό, 1) Sonnenwende, eine Pflanze, welche Blätter u. Blumen nach dem Sonnenlauf richtet u. deswegen auch [[ἡλιοσκόπιον]] heißt, Theophr., Diosc.; Nic. Ther. 678 umschreibt sie des Verses wegen ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [[ἔρνος]]. – 2) eine Sonnenuhr, Ath. V, 207 f; Plut. Dion. 29. – 3) Bei Plin. H. N. 37, 10, 60 ein Edelstein. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (τό) :<br />cadran solaire.<br />'''Étymologie:''' [[ἥλιος]], [[τρέπω]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἡλιοτρόπιον''': τό, [[φυτόν]], οὗτινος τὸ [[ἄνθος]] καὶ τὰ φύλλα στρέφονται πρὸς τὸν ἥλιον, herba solaris ἢ solstitialis, solago, hel. Europaeum, Linn., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 3, 1, Διοσκ. 4.193· ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [[ἔρνος]] Νίκ. Θ. 678· [[ἐνίοτε]] καλούμενον ἡλ. τὸ μέγα, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ μικροῦ, croton tinctorius, Linn., Διοσκ. 4. 194· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἡλιόπους]], [[ἡλιοσκόπιος]]. ΙΙ. ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]], Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Πλούτ. Δίωνι 29, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 997. κτλ.· πρβλ. [[πόλος]]. ΙΙΙ. [[πράσινος]] [[λίθος]] φέρων γραμμὰς ἐρυθράς, Plin. H. N. 37. 60. | |lstext='''ἡλιοτρόπιον''': τό, [[φυτόν]], οὗτινος τὸ [[ἄνθος]] καὶ τὰ φύλλα στρέφονται πρὸς τὸν ἥλιον, herba solaris ἢ solstitialis, solago, hel. Europaeum, Linn., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 3, 1, Διοσκ. 4.193· ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον [[ἔρνος]] Νίκ. Θ. 678· [[ἐνίοτε]] καλούμενον ἡλ. τὸ μέγα, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ μικροῦ, croton tinctorius, Linn., Διοσκ. 4. 194· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ἡλιόπους]], [[ἡλιοσκόπιος]]. ΙΙ. ἡλιακὸν [[ὡρολόγιον]], Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Πλούτ. Δίωνι 29, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 997. κτλ.· πρβλ. [[πόλος]]. ΙΙΙ. [[πράσινος]] [[λίθος]] φέρων γραμμὰς ἐρυθράς, Plin. H. N. 37. 60. | ||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles |
Revision as of 17:35, 2 October 2022
English (LSJ)
τό, A heliotrope, Thphr.HP7.3.1, Gal.19.732; ἡ. τὸ μέγα, Heliotropium villosum, Dsc.4.190; ἡ. τὸ μικρόν, H. supinum, ib.191. 2 = Croton tinctorius, PHolm.8.3, al. II sun-dial, Moschio ap.Ath.5.207f, IG11(2).287 A117 (Delos, iii B.C.), Plu.Dio 29, Sch.Ar.Av.998, etc. III green stone streaked with red, blood-stone, Plin.HN37.165, Herm.Trism. in Rev.Phil.32.258.
German (Pape)
[Seite 1163] τό, 1) Sonnenwende, eine Pflanze, welche Blätter u. Blumen nach dem Sonnenlauf richtet u. deswegen auch ἡλιοσκόπιον heißt, Theophr., Diosc.; Nic. Ther. 678 umschreibt sie des Verses wegen ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος. – 2) eine Sonnenuhr, Ath. V, 207 f; Plut. Dion. 29. – 3) Bei Plin. H. N. 37, 10, 60 ein Edelstein.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
cadran solaire.
Étymologie: ἥλιος, τρέπω.
Greek (Liddell-Scott)
ἡλιοτρόπιον: τό, φυτόν, οὗτινος τὸ ἄνθος καὶ τὰ φύλλα στρέφονται πρὸς τὸν ἥλιον, herba solaris ἢ solstitialis, solago, hel. Europaeum, Linn., Θεόφρ. Ἱ. Φ. 7. 3, 1, Διοσκ. 4.193· ἠελίοιο τροπαῖς ἰσώνυμον ἔρνος Νίκ. Θ. 678· ἐνίοτε καλούμενον ἡλ. τὸ μέγα, κατὰ διάκρισιν ἀπὸ τοῦ μικροῦ, croton tinctorius, Linn., Διοσκ. 4. 194· πρβλ. ὡσαύτως ἡλιόπους, ἡλιοσκόπιος. ΙΙ. ἡλιακὸν ὡρολόγιον, Μοσχίων παρ’ Ἀθην. 207F, Πλούτ. Δίωνι 29, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Ὄρν. 997. κτλ.· πρβλ. πόλος. ΙΙΙ. πράσινος λίθος φέρων γραμμὰς ἐρυθράς, Plin. H. N. 37. 60.
Spanish
Russian (Dvoretsky)
ἡλιοτρόπιον: τό
1) предполож. гелиотроп (Heliotropium Europaeum L) Plut.;
2) солнечные часы Plut.;
3) гелиотроп (драгоценный камень) Plin.