ἱππασία: Difference between revisions
Πέτρος Ἰουδαίοις τάδε πρῶτα τεθέσπικε πιστοῖς → Peter has laid down the following first writing for the Jewish faithful
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1258.png Seite 1258]] ἡ, daz Reiten, bes. Uebung im Reiten, Reitermanöver; Ar. Ach. 1165; Xen. de re equ. 3, 4 u. öfter; τὰς ἱππασίας μακρὰς ποιεῖσθαι, lange reiten, 9, 8; Sp.; das Fahren, Luc. D. D. 12, 1; die Reiterei, Arr. An. 4, 4, 12. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1258.png Seite 1258]] ἡ, daz Reiten, bes. Uebung im Reiten, Reitermanöver; Ar. Ach. 1165; Xen. de re equ. 3, 4 u. öfter; τὰς ἱππασίας μακρὰς ποιεῖσθαι, lange reiten, 9, 8; Sp.; das Fahren, Luc. D. D. 12, 1; die Reiterei, Arr. An. 4, 4, 12. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> manœuvre de cavalerie;<br /><b>2</b> action de conduire des chevaux <i>ou</i> une voiture.<br />'''Étymologie:''' [[ἱππάζομαι]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἱππᾰσία''': ἡ, ([[ἱππάζομαι]]) τὸ ἱππεύειν, ἱππευτικὴ [[γύμνασις]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1165· ἱππ. ποιεῖσθαι, = ἱππάζεσθαι, ἐκτελεῖ πορείαν ἐφ’ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 2. 5, 33· ἱππ. ἱππάζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 11. 17. 2) τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, [[ἁρματηλασία]], Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1, κτλ. ΙΙ. τὸ ἱππικόν, Ἀρρ. Ἀν. 4. 4. | |lstext='''ἱππᾰσία''': ἡ, ([[ἱππάζομαι]]) τὸ ἱππεύειν, ἱππευτικὴ [[γύμνασις]], Ἀριστοφ. Ἀχ. 1165· ἱππ. ποιεῖσθαι, = ἱππάζεσθαι, ἐκτελεῖ πορείαν ἐφ’ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 2. 5, 33· ἱππ. ἱππάζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 11. 17. 2) τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, [[ἁρματηλασία]], Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1, κτλ. ΙΙ. τὸ ἱππικόν, Ἀρρ. Ἀν. 4. 4. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 17:35, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, A riding, horse-exercise, Ar.Ach.1165 (lyr.); ἱ. ποιεῖσθαι,= ἱππάζεσθαι, to take a ride, X.Eq.8.9, cf. An.2.5.33; ἱ. ἱππάσασθαι Id.Oec.11.17; horsemanship, Id.An.2.5.33; as a subject of competition, IG7.3087 (Lebad.). 2 chariot-driving, Luc. DDeor.12.1, etc. II cavalry, Arr.An.4.4.7.
German (Pape)
[Seite 1258] ἡ, daz Reiten, bes. Uebung im Reiten, Reitermanöver; Ar. Ach. 1165; Xen. de re equ. 3, 4 u. öfter; τὰς ἱππασίας μακρὰς ποιεῖσθαι, lange reiten, 9, 8; Sp.; das Fahren, Luc. D. D. 12, 1; die Reiterei, Arr. An. 4, 4, 12.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
1 manœuvre de cavalerie;
2 action de conduire des chevaux ou une voiture.
Étymologie: ἱππάζομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἱππᾰσία: ἡ, (ἱππάζομαι) τὸ ἱππεύειν, ἱππευτικὴ γύμνασις, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1165· ἱππ. ποιεῖσθαι, = ἱππάζεσθαι, ἐκτελεῖ πορείαν ἐφ’ ἵππου, Ξεν. Ἱππ. 8, 9, πρβλ. Ἀν. 2. 5, 33· ἱππ. ἱππάζεσθαι ὁ αὐτ. ἐν Οἰκ. 11. 17. 2) τὸ ἐλαύνειν ἅρμα, ἁρματηλασία, Λουκ. Θεῶν Διάλ. 12. 1, κτλ. ΙΙ. τὸ ἱππικόν, Ἀρρ. Ἀν. 4. 4.
Greek Monolingual
η (Α ἱππασία) ιππάζομαι
1. η ιππευτική τέχνη, το να ιππεύει κανείς
2. έφιππη πορεία (α. «πήγαμε πέντε ώρες ιππασία» β. «ἱππασίαν ποιεῖσθαι», Ξεν.)
νεοελλ.
μια θέση του σώματος στην ενόργανη γυμναστική
αρχ.
1. παρέλαση ιππικού
2. αρματηλασία
3. το ιππικό («ἐξελίσσειν τὴν ἱππασίαν ἐς κύκλους», Αρρ.)
4. επιγρ. ιππικοί αγώνες.
Greek Monotonic
ἱππᾰσία: ἡ (ἱππάζομαι)·
1. το ιππεύειν, ιππευτική άσκηση, σε Αριστοφ., Ξεν.
2. οδήγηση άρματος, αρματηλασία, σε Λουκ.
Russian (Dvoretsky)
ἱππᾰσία: ἡ
1) верховая езда (οἴκαδ᾽ ἐξ ἱππασίας βαδίζειν Arph.; σῶμα ἔποχον ταῖς ἱππασίαις Plut.): τὰς ἱππασίας ποιεῖσθαι Xen. ездить верхом;
2) управление лошадьми или колесницей Luc.
Middle Liddell
ἱππᾰσία, ἡ, ἱππάζομαι
1. riding, horse-exercise, Ar., Xen.
2. chariot-driving, Luc.