ὀφθαλμία: Difference between revisions

From LSJ

ὡς αἰεὶ τὸν ὁμοῖον ἄγει θεὸς ὡς τὸν ὁμοῖον → how God ever brings like men together | birds of a feather flock together | how the god always leads like to like | as ever, god brings like and like together | as always the god brings like to like

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([\p{Cyrillic}\s]+) ([a-zA-Z:\(])" to "$1 $2 $3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0425.png Seite 425]] ἡ, Augenkrankheit, Triefäugigkeit; νοσεῖ που [[ἄνθρωπος]] ὀφθαλμούς, ᾧ [[ὄνομα]] [[ὀφθαλμία]], Plat. Gorg. 496 a; Phaedr. 255 d; Xen. Mem. 3, 8, 3; Pol. 3, 79, 12; ξηρά, Arist. probl. 1, 9, 3. Bei Ar. Plut. 115 Blindheit.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0425.png Seite 425]] ἡ, Augenkrankheit, Triefäugigkeit; νοσεῖ που [[ἄνθρωπος]] ὀφθαλμούς, ᾧ [[ὄνομα]] [[ὀφθαλμία]], Plat. Gorg. 496 a; Phaedr. 255 d; Xen. Mem. 3, 8, 3; Pol. 3, 79, 12; ξηρά, Arist. probl. 1, 9, 3. Bei Ar. Plut. 115 Blindheit.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ophtalmie avec épanchement d’humeurs et chassie;<br /><b>2</b> cécité.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ὀφθαλμία''': ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ [[ἔκκρισις]] ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφθαλμία]], ἡ [[πήρωσις]]. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς [[ὀφθαλμίας]]’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν».
|lstext='''ὀφθαλμία''': ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, [[νόσος]] τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ [[ἔκκρισις]] ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - [[Κατὰ]] Σουΐδ.: «[[ὀφθαλμία]], ἡ [[πήρωσις]]. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς [[ὀφθαλμίας]]’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν».
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> ophtalmie avec épanchement d’humeurs et chassie;<br /><b>2</b> cécité.<br />'''Étymologie:''' [[ὀφθαλμός]].
}}
}}
{{grml
{{grml

Revision as of 17:52, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀφθαλμία Medium diacritics: ὀφθαλμία Low diacritics: οφθαλμία Capitals: ΟΦΘΑΛΜΙΑ
Transliteration A: ophthalmía Transliteration B: ophthalmia Transliteration C: ofthalmia Beta Code: o)fqalmi/a

English (LSJ)

Ion. -ιη, ἡ, A ophthalmia, a disease of the eyes accompanied by the discharge of humours, Hp.Aër.10, Epid.1.5 (both pl.), Vid.Ac.9 (sg.), Ar.Pl.115, X.Mem. 3.8.3, Pl.Phdr.255d, Alc.2.139e, etc.; ὀ. ξηραί Hp.Aër. l.c.; -ίαι ὑγραί ib.3. II metaph., [φθόνος] ὀ. τίς ἐστιν ψυχῆς Phld.Vit. p.21 J.

German (Pape)

[Seite 425] ἡ, Augenkrankheit, Triefäugigkeit; νοσεῖ που ἄνθρωπος ὀφθαλμούς, ᾧ ὄνομα ὀφθαλμία, Plat. Gorg. 496 a; Phaedr. 255 d; Xen. Mem. 3, 8, 3; Pol. 3, 79, 12; ξηρά, Arist. probl. 1, 9, 3. Bei Ar. Plut. 115 Blindheit.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
1 ophtalmie avec épanchement d’humeurs et chassie;
2 cécité.
Étymologie: ὀφθαλμός.

Greek (Liddell-Scott)

ὀφθαλμία: ἡ, (ὀφθαλμὸς) «πονόμματος», Λατ. lippitudo, νόσος τῶν ὀφθαλμῶν καθ’ ἣν γίνεται καὶ ἔκκρισις ὑγρῶν, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστοφ. Πλ. 115, Ξεν. Ἀπομν. 8. 3, Πλάτ. Φαῖδρ. 255D, κλτ.· ὀφ. ξηρὰ Ἱππ. ἔνθ. ἀνωτ.· ὑγρὰ ὁ αὐτ. π. Ἀέρ. 281. - Κατὰ Σουΐδ.: «ὀφθαλμία, ἡ πήρωσις. Ἀριστοφάνης Πλούτῳ (115), ‘ταύτης ἀπαλλάξειν σε τῆς ὀφθαλμίας’, ἰδίως ὀφθαλμίαν τὴν πήρωσίν φησιν».

Greek Monolingual

ὀφθάλμια, τὰ (Α)
βλ. οφθάλμιος.
η (Α ὀφθαλμία, ιων. τ. όφθαλμίη) οφθαλμός
νεοελλ.
γενική ονομασία τών φλεγμονωδών παθήσεων του οφθαλμού και τών οργάνων του («οφθαλμία τών χιόνων» — έντονη επιπεφυκίτιδα με πόνο του ματιού, δακρύρροια, φωτοφοβία και, μερικές φορές, ελαφρά εξέλκωση του κερατοειδούς, η οποία οφείλεται στην ανάκλαση τών ηλιακών ακτίνων από τα χιόνια)
αρχ.
1. νόσος τών οφθαλμών κατά την οποία εκκρίνεται υγρό
2. μτφ. φθόνος.

Greek Monotonic

ὀφθαλμία: ἡ (ὀφθαλμός), οφθαλμία, πάθηση των ματιών, που συνοδεύεται από εκκρίσεις υγρών από τα μάτια, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.

Russian (Dvoretsky)

ὀφθαλμία:
1) воспаление глаз (преимущ. гнойное) Xen., Plat., Arst., Plut.;
2) слепота: ἀπαλλάξειν τινὰ τῆς ὀφθαλμίας Arph. освободить кого-л. от слепоты.

Middle Liddell

ὀφθαλμία, ἡ, ὀφθαλμός
ophthalmia, Ar., Xen., etc.