ὑψηλόκρημνος: Difference between revisions
καὶ ἤδη γε ἄπειμι παρὰ τὸν ἑταῖρον Κλεινίαν, ὅτι πυνθάνομαι χρόνου ἤδη ἀκάθαρτον εἶναι αὐτῷ τὴν γυναῖκα καὶ ταύτην νοσεῖν, ὅτι μὴ ῥεῖ. ὥστε οὐκέτι οὐδ' ἀναβαίνει αὐτήν, ἀλλ' ἄβατος καὶ ἀνήροτός ἐστιν → and now I depart for my companion, Cleinias since I have learned that for some time now his wife is unclean and she is ill because she does not flow, therefore he no longer sleeps with her but she is unavailable and untilled
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
||
Line 9: | Line 9: | ||
|Beta Code=u(yhlo/krhmnos | |Beta Code=u(yhlo/krhmnos | ||
|Definition=ον, [[with lofty cliffs]], πέτραι <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>5</span>. | |Definition=ον, [[with lofty cliffs]], πέτραι <span class="bibl">A.<span class="title">Pr.</span>5</span>. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />aux escarpements élevés.<br />'''Étymologie:''' [[ὑψηλός]], [[κρημνός]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὑψηλόκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. [[ὑψίκρημνος]]. | |lstext='''ὑψηλόκρημνος''': -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. [[ὑψίκρημνος]]. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:30, 2 October 2022
English (LSJ)
ον, with lofty cliffs, πέτραι A.Pr.5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
aux escarpements élevés.
Étymologie: ὑψηλός, κρημνός.
Greek (Liddell-Scott)
ὑψηλόκρημνος: -ον, ὁ ἔχων ὑψηλοὺς κρημνούς, ὑψηλόκρημνοι πέτραι Αἰσχύλ. Πρ. 5· πρβλ. ὑψίκρημνος.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει ψηλούς κρημνούς, ψηλούς βράχους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑψηλός + κρημνός «γκρεμός, φαράγγι» (πρβλ. πολύ-κρημνος)].
Greek Monotonic
ὑψηλόκρημνος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς γκρεμούς, σε Αισχύλ.
Russian (Dvoretsky)
ὑψηλόκρημνος: обрывистый, с высокими кручами (πέτραι Aesch.).
Middle Liddell
ὑψηλό-κρημνος, ον,
with lofty cliffs, Aesch.