ῥοδανός: Difference between revisions

From LSJ

ἤ με φίλει καθαρὸν θέμενος νόον, ἤ μ' ἀποειπών ἐχθαιρ' ἀμφαδίην νεῖκος ἀειράμενοςeither love me with a pure heart, or reject and hate me, and openly pick a fight

Source
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] = [[ῥόδινος]], zw. (vgl. [[ῥαδινός]], [[κραδάω]]), schwank, schlank, leicht bewegt, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, am leicht vom Winde bewegten Röhricht hin, Il. 18, 576, nach Aristarch.; vgl. aber Spitzner zur Stelle; die Schol. führen an, daß Zenodot. διὰ ῥαδαλόν las u. Aristophanes παρὰ ῥαδαλόν.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0846.png Seite 846]] = [[ῥόδινος]], zw. (vgl. [[ῥαδινός]], [[κραδάω]]), schwank, schlank, leicht bewegt, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, am leicht vom Winde bewegten Röhricht hin, Il. 18, 576, nach Aristarch.; vgl. aber Spitzner zur Stelle; die Schol. führen an, daß Zenodot. διὰ ῥαδαλόν las u. Aristophanes παρὰ ῥαδαλόν.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />souple, flexible.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ῥοδᾰνός''': -ή, -όν, [[τρυφερός]], [[ἁπαλός]], [[εὐδιάσειστος]], παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Ἰλ. Σ. 576· - αὕτη [[εἶναι]] ἡ κοινῶς ἀποδεδεγμένη γραφή· καὶ ἅπαντες μὲν συμφωνοῦσι περὶ τὴν σημασίαν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν τύπον ὑπάρχει [[μεγάλη]] διαφορὰ γνωμῶν· ὁ Ζηνόδοτ. ἔγραφε: διὰ ῥοδαλὸν ἢ κραδαλόν· ὁ Ἀριστοφ. παρὰ ῥαδαλόν· ἄγνωστον πῶς ἀνεγίνωσκεν ὁ Ἀρίσταρχος· ἴδε Σχόλ. Ἑνετ. καὶ τὴν σημείωσιν Spitzner ἐν τόπῳ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ῥαδινός]].
|lstext='''ῥοδᾰνός''': -ή, -όν, [[τρυφερός]], [[ἁπαλός]], [[εὐδιάσειστος]], παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Ἰλ. Σ. 576· - αὕτη [[εἶναι]] ἡ κοινῶς ἀποδεδεγμένη γραφή· καὶ ἅπαντες μὲν συμφωνοῦσι περὶ τὴν σημασίαν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν τύπον ὑπάρχει [[μεγάλη]] διαφορὰ γνωμῶν· ὁ Ζηνόδοτ. ἔγραφε: διὰ ῥοδαλὸν ἢ κραδαλόν· ὁ Ἀριστοφ. παρὰ ῥαδαλόν· ἄγνωστον πῶς ἀνεγίνωσκεν ὁ Ἀρίσταρχος· ἴδε Σχόλ. Ἑνετ. καὶ τὴν σημείωσιν Spitzner ἐν τόπῳ· πρβλ. [[ὡσαύτως]] [[ῥαδινός]].
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />souple, flexible.<br />'''Étymologie:''' R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth

Revision as of 18:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥοδᾰνός Medium diacritics: ῥοδανός Low diacritics: ροδανός Capitals: ΡΟΔΑΝΟΣ
Transliteration A: rhodanós Transliteration B: rhodanos Transliteration C: rodanos Beta Code: r(odano/s

English (LSJ)

ή, όν, perhaps wavering, flickering, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Il. 18.576:—this is the reading of most codd., but ancient critics differed as to the form; Zenod. gave διὰ ῥαδαλόν (which he derived from κραδαλόν); the reading of Aristoph. and Aristarch. is uncertain, perhaps παρὰ ῥαδινόν, v. Sch. ad loc.; cf. also ῥαδινός (Apollon. Lex., who reads ῥαδινόν, absurdly interprets as λεπτόν, οἱονεὶ ῥαδονόν, παρὰ τὸ ῥᾳδίως δονεῖδθαι).

German (Pape)

[Seite 846] = ῥόδινος, zw. (vgl. ῥαδινός, κραδάω), schwank, schlank, leicht bewegt, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα, am leicht vom Winde bewegten Röhricht hin, Il. 18, 576, nach Aristarch.; vgl. aber Spitzner zur Stelle; die Schol. führen an, daß Zenodot. διὰ ῥαδαλόν las u. Aristophanes παρὰ ῥαδαλόν.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
souple, flexible.
Étymologie: R. Ῥοδ, de la racine i.-e. *Vrad, être flexible.

Greek (Liddell-Scott)

ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, ἁπαλός, εὐδιάσειστος, παρὰ ῥοδανὸν δονακῆα Ἰλ. Σ. 576· - αὕτη εἶναι ἡ κοινῶς ἀποδεδεγμένη γραφή· καὶ ἅπαντες μὲν συμφωνοῦσι περὶ τὴν σημασίαν, ἀλλ’ ὡς πρὸς τὸν τύπον ὑπάρχει μεγάλη διαφορὰ γνωμῶν· ὁ Ζηνόδοτ. ἔγραφε: διὰ ῥοδαλὸν ἢ κραδαλόν· ὁ Ἀριστοφ. παρὰ ῥαδαλόν· ἄγνωστον πῶς ἀνεγίνωσκεν ὁ Ἀρίσταρχος· ἴδε Σχόλ. Ἑνετ. καὶ τὴν σημείωσιν Spitzner ἐν τόπῳ· πρβλ. ὡσαύτως ῥαδινός.

English (Autenrieth)

waving, swaying, Il. 18.576† (v.l. ῥαδαλόν).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
βλ. ῥαδινός.

Greek Monotonic

ῥοδᾰνός: -ή, -όν, τρυφερός, απαλός, σε Ομήρ. Ιλ. (αμφίβ. προέλ.).

Russian (Dvoretsky)

ῥοδᾰνός: гибкий (δονακεύς Hom.).

Middle Liddell

ῥοδᾰνός, ή, όν
waving, flickering, Il. [deriv. uncertain]