ῥιγηλός: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
|||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] frostig, schaurig, Schauder, Schrecken verursachend; ὀϊστοί, Hes. Sc. 131; [[ὑλαγμός]], Nic. Al. 220; a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0842.png Seite 842]] frostig, schaurig, Schauder, Schrecken verursachend; ὀϊστοί, Hes. Sc. 131; [[ὑλαγμός]], Nic. Al. 220; a. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ός, όν :<br />qui fait frissonner, terrible.<br />'''Étymologie:''' [[ῥῖγος]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ῥῑγηλός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν [[ῥῖγος]], φρίκην, ὀϊστοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· [[οὕτως]] ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 220, κτλ.˙ ἐπὶ προσώπων, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. -Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 111. | |lstext='''ῥῑγηλός''': -ή, -όν, ὁ προξενῶν [[ῥῖγος]], φρίκην, ὀϊστοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· [[οὕτως]] ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 220, κτλ.˙ ἐπὶ προσώπων, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. -Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 111. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml |
Revision as of 18:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ή, όν, A making to shudder, terrible, ὀϊστοί Hes.Sc.131; ὑλαγμός Nic.Al.220; ὄνειδος AP7.351 (Diosc.); ἀγών Nonn.D.37.149; ῥ. ναύταις ἐρίφων δύσις AP7.640 (Antip.). 2 of persons, susceptible to cold, Anon. ap. Suid. Adv. -λῶς Poll.5.111.
German (Pape)
[Seite 842] frostig, schaurig, Schauder, Schrecken verursachend; ὀϊστοί, Hes. Sc. 131; ὑλαγμός, Nic. Al. 220; a. Sp.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
qui fait frissonner, terrible.
Étymologie: ῥῖγος.
Greek (Liddell-Scott)
ῥῑγηλός: -ή, -όν, ὁ προξενῶν ῥῖγος, φρίκην, ὀϊστοὶ Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 131· οὕτως ἐν Νικ. Ἀλεξιφ. 220, κτλ.˙ ἐπὶ προσώπων, Ποιητὴς παρὰ Σουΐδ. -Ἐπίρρ. -λῶς, Πολυδ. Ε΄, 111.
Greek Monolingual
-ή, -ό / ῥιγηλός, -ή, -όν, ΝΜΑ
νεοελλ.-αρχ.
αυτός που ριγεί, που τρέμει από το κρύο, ο τρεμουλιάρης
μσν.-αρχ.
αυτός που προκαλεί ρίγος, φρίκη («ῥιγηλὸν ὄνειδος», Ανθ. Παλ.).
επίρρ...
ῥιγηλῶς Α
με ρίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥῖγος + κατάλ. -ηλός (πρβλ. σφριγ-ηλός)].
Greek Monotonic
ῥῑγηλός: -ή, -όν, αυτός που προξενεί ρίγος, που προκαλεί τρεμούλα, φρίκη, τσουχτερός, παγερός, διαπεραστικός, ανατριχιαστικός, φρικτός, σε Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ῥῑγηλός: бросающий в холод, страшный (ὀϊστοί Hes.).