βόρειος: Difference between revisions
Ζῆθι προσεχόντως ὡς μακρὰν ἐγγὺς βλέπων → Ne temere vivas: specta longa et proxima → Pass auf im Leben: blick auf das, was fern und nah
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> du vent du nord;<br /><b>2</b> de la région des vents du nord, boréal, septentrional.<br />'''Étymologie:''' [[Βορέας]]. | |btext=α <i>ou</i> ος, ον :<br /><b>1</b> du vent du nord;<br /><b>2</b> de la région des vents du nord, boréal, septentrional.<br />'''Étymologie:''' [[Βορέας]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=[[βόρειος]] -α -ον en -ος -ον, Ion. βόρηιος [[Βορέας]] van de noordenwind, noorden-. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''βόρειος:''' ион. [[βορήϊος]] 3 и 2 северный Soph., Her., Plat., Arst., Plut. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt=[from [[Βορέας]]<br />from the [[quarter]] of the North [[wind]], [[northern]], Hdt.; ἀκτὰ β. [[exposed]] to the [[north]], Soph. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 31: | ||
|lsmtext='''βόρειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[βορήϊος]], -η, -ον· ο προερχόμενος από το [[μέρος]] του βόρειου ανέμου, αντίθ. προς το [[νότιος]], σε Ηρόδ.· ἀκτὰ [[βόρειος]], εκτεθειμένη στον Βορρά, αυτή που βλέπει προς τον Βορρά, σε Σοφ. | |lsmtext='''βόρειος:''' -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. [[βορήϊος]], -η, -ον· ο προερχόμενος από το [[μέρος]] του βόρειου ανέμου, αντίθ. προς το [[νότιος]], σε Ηρόδ.· ἀκτὰ [[βόρειος]], εκτεθειμένη στον Βορρά, αυτή που βλέπει προς τον Βορρά, σε Σοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''βόρειος''': -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Ο. Κ. 1240· Ἰων. βορήιος, η, ον· ― ἐκ τοῦ μέρους τοῦ βορείου ἀνέμου, ἀντίθ. τῷ [[νότιος]], Ἡρόδ. 4. 37., 6, 31, κτλ.· β. ἀκτά, ἡ ἐκτεθειμένη εἰς τὸν βορρᾶν, πρὸς βορρᾶν βλέπουσα, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ β. [[τεῖχος]], ἓν τῶν μακρῶν τειχῶν ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 269. Ἀνδροκ. 24. 2, Πλάτ. Πολ. 439Ε· τὰ β., τὰ βόρεια μέρη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 19, 10· τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης, ἀφοῦ ἐφάνη εἰς τὸν βορρᾶν, [[αὐτόθι]] 5. 8, 10. 2) ἐπὶ τοῦ βορείου ἀνέμου, β. [[χειμών]], χειμὼν καθ' ὃν βόρειοι ἄνεμοι ὑπερισχύουσι, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8 κἑξ.· βόρεια, τά, βόρειοι ἄνεμοι, [[αὐτόθι]] 26. 31, κτλ.· (σπανίως καθ' ἑνικ., Ξεν. Κυν. 8, 1)· βορείοις, καθ' ὃν καιρὸν πνέουσι βόρειοι ἄνεμοι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19, 4, κ. ἀλλ.· οὕτω, βορείων ὄντων [[αὐτόθι]] 8. 2, 36· ―ὑπερθ. -ότατος, Μανέθ. 4. 241. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[northern]] | |woodrun=[[northern]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:00, 2 October 2022
English (LSJ)
α, ον, also ος, ον S.OC1240 (lyr.): Ion. βορήϊος, η, ον:— A from the quarter of the north wind, northern, opp νότιος, θάλασσα Hdt. 4.37, 6.31; β. ἀκτά exposed to the north, S.l.c.; τὸ β. τεῖχος Ar.Fr.556, And.3.5, Pl.R.439e; τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης having appeared in the north, Arist. H A542b11. 2 of the north wind, β. χειμών a winter during which northerly winds prevail, Hp.Aph.3.11, Arist.Pr. 859b21; ἔαρ ib.860a13; βόρεια, τά, northerly winds, ib.944a1, etc. (rarely in sg., Ar.V.265; ὅταν ᾖ βόρειον X.Cyn.8.1); βορείοις in the time of northerly winds, Arist. H A574a1, al.; βορείων ὄντων ib.592a14: Comp. -ότερος Arat. 247, Alex.Aphr.in Metaph.446.34: Sup. -ότατος Man.4.241. II βόρειον, = ἐλλεβορίνη, Ps.-Dsc.4.108; βόρειος, = ἀείζωον τὸ μέγα, ib.88.
German (Pape)
[Seite 454] auch 2 End., Soph. O. C. 1240; ion. u. poet. βορήϊος, Her. 4, 37; Ap. Rh. 1, 211; nördlich; τὰ βόρεια, die Nordländer.
French (Bailly abrégé)
α ou ος, ον :
1 du vent du nord;
2 de la région des vents du nord, boréal, septentrional.
Étymologie: Βορέας.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βόρειος -α -ον en -ος -ον, Ion. βόρηιος Βορέας van de noordenwind, noorden-.
Russian (Dvoretsky)
βόρειος: ион. βορήϊος 3 и 2 северный Soph., Her., Plat., Arst., Plut.
Middle Liddell
[from Βορέας
from the quarter of the North wind, northern, Hdt.; ἀκτὰ β. exposed to the north, Soph.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM βόρειος, -α, -ον, Α και βορήιος, -η, -ον, ιων. τ.) Βορέας
αυτός που βρίσκεται στον βορρά ή είναι στραμμένος προς αυτόν ή, τέλος, προέρχεται απ' αυτόν («Βόρειο Ημισφαίριο», «βόρεια πλευρά του ναού», «βόρειος άνεμος»)
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) βόρεια, τα
οι βόρειοι άνεμοι.
Greek Monotonic
βόρειος: -α, -ον και -ος, -ον, Ιων. βορήϊος, -η, -ον· ο προερχόμενος από το μέρος του βόρειου ανέμου, αντίθ. προς το νότιος, σε Ηρόδ.· ἀκτὰ βόρειος, εκτεθειμένη στον Βορρά, αυτή που βλέπει προς τον Βορρά, σε Σοφ.
Greek (Liddell-Scott)
βόρειος: -α, -ον, καὶ ος, ον, Σοφ. Ο. Κ. 1240· Ἰων. βορήιος, η, ον· ― ἐκ τοῦ μέρους τοῦ βορείου ἀνέμου, ἀντίθ. τῷ νότιος, Ἡρόδ. 4. 37., 6, 31, κτλ.· β. ἀκτά, ἡ ἐκτεθειμένη εἰς τὸν βορρᾶν, πρὸς βορρᾶν βλέπουσα, Σοφ. ἔνθ’ ἀνωτ.· τὸ β. τεῖχος, ἓν τῶν μακρῶν τειχῶν ἐν Ἀθήναις, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 269. Ἀνδροκ. 24. 2, Πλάτ. Πολ. 439Ε· τὰ β., τὰ βόρεια μέρη, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 8. 19, 10· τῆς Πλειάδος βορείου γενομένης, ἀφοῦ ἐφάνη εἰς τὸν βορρᾶν, αὐτόθι 5. 8, 10. 2) ἐπὶ τοῦ βορείου ἀνέμου, β. χειμών, χειμὼν καθ' ὃν βόρειοι ἄνεμοι ὑπερισχύουσι, Ἱππ. Ἀφ. 1247, Ἀριστ. Προβλ. 1. 8 κἑξ.· βόρεια, τά, βόρειοι ἄνεμοι, αὐτόθι 26. 31, κτλ.· (σπανίως καθ' ἑνικ., Ξεν. Κυν. 8, 1)· βορείοις, καθ' ὃν καιρὸν πνέουσι βόρειοι ἄνεμοι, Ἀριστ. Ἱ. Ζ. 6. 19, 4, κ. ἀλλ.· οὕτω, βορείων ὄντων αὐτόθι 8. 2, 36· ―ὑπερθ. -ότατος, Μανέθ. 4. 241.