δίαιθρος: Difference between revisions

From LSJ
Aristotle, Nicomachean Ethics, 5.30
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=ος, ον :<br />tout à fait clair <i>ou</i> serein (temps).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἴθρα]].
|btext=ος, ον :<br />tout à fait clair <i>ou</i> serein (temps).<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[αἴθρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''δίαιθρος''': -ον, ἐντελῶς [[αἴθριος]], [[ἀνέφελος]], Πλούτ. Σύλλ. 7.
|elnltext=δίαιθρος -ον [διά, αἴθρα] opgeklaard, helder.
}}
{{elru
|elrutext='''δίαιθρος:''' [[ясный]] (ὁ [[ἀνέφελος]] καὶ δ. περιέχων Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''δίαιθρος:''' -ον ([[αἴθρα]]), [[ολότελα]] [[καθαρός]] και [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''δίαιθρος:''' -ον ([[αἴθρα]]), [[ολότελα]] [[καθαρός]] και [[αίθριος]], [[ανέφελος]], [[ξάστερος]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''δίαιθρος:''' [[ясный]] (ὁ [[ἀνέφελος]] καὶ δ. περιέχων Plut.).
|lstext='''δίαιθρος''': -ον, ἐντελῶς [[αἴθριος]], [[ἀνέφελος]], Πλούτ. Σύλλ. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=δίαιθρος -ον [διά, αἴθρα] opgeklaard, helder.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=δί-αιθρος, ον [[αἴθρα]]<br />[[quite]] [[clear]] and [[fine]], Plut.
|mdlsjtxt=δί-αιθρος, ον [[αἴθρα]]<br />[[quite]] [[clear]] and [[fine]], Plut.
}}
}}

Revision as of 20:10, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δίαιθρος Medium diacritics: δίαιθρος Low diacritics: δίαιθρος Capitals: ΔΙΑΙΘΡΟΣ
Transliteration A: díaithros Transliteration B: diaithros Transliteration C: diaithros Beta Code: di/aiqros

English (LSJ)

ον, clear and fine, Plu.Sull.7; also, = δίυγρος, Hsch.

Spanish (DGE)

-ον
claro, límpido ἐξ ἀνεφέλου καὶ διαίθρου τοῦ περιέχοντος del espacio sin nubes y límpido Plu.Sull.7, cf. Hsch.δ 1038.

German (Pape)

[Seite 579] ganz hell, heiter; neben ἀνέφελος Plut. Sull. 7. Davon

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
tout à fait clair ou serein (temps).
Étymologie: διά, αἴθρα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

δίαιθρος -ον [διά, αἴθρα] opgeklaard, helder.

Russian (Dvoretsky)

δίαιθρος: ясный (ὁ ἀνέφελος καὶ δ. περιέχων Plut.).

Greek Monolingual

δίαιθρος, -ον (Α) αίθρη
ξάστερος, ανέφελος, αίθριος.

Greek Monotonic

δίαιθρος: -ον (αἴθρα), ολότελα καθαρός και αίθριος, ανέφελος, ξάστερος, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

δίαιθρος: -ον, ἐντελῶς αἴθριος, ἀνέφελος, Πλούτ. Σύλλ. 7.

Middle Liddell

δί-αιθρος, ον αἴθρα
quite clear and fine, Plut.