διαπασσαλεύω: Difference between revisions

From LSJ

σκῆπτρον χρυσείοις ἥλοισι πεπαρμένον → sceptre pierced with golden studs, staff studded with golden nails

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|btext=clouer qqn les membres écartés, crucifier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πασσαλεύω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[σταυρόω]].
|btext=clouer qqn les membres écartés, crucifier.<br />'''Étymologie:''' [[διά]], [[πασσαλεύω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[σταυρόω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''διαπασσᾰλεύω''': Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ [[ἄκρα]], ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.
|elnltext=διαπασσαλεύω, Ion. voor διαπατταλεύω.
}}
{{elru
|elrutext='''διαπασσᾰλεύω:''' атт. [[διαπατταλεύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[пригвождать]], [[распинать]] (τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[распяливать на гвоздях]] (sc. τὴν βύρσαν Arph.; τὸ [[δέρμα]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''διαπασσᾰλεύω:''' Αττ. διαπαττ-, μέλ. <i>-σω</i>, [[τεντώνω]] καρφώνοντας τα [[άκρα]] σταυρωτά, όπως κατά τη [[διάρκεια]] της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· [[τεντώνω]] και [[καρφώνω]] μια [[προβιά]] για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''διαπασσᾰλεύω:''' Αττ. διαπαττ-, μέλ. <i>-σω</i>, [[τεντώνω]] καρφώνοντας τα [[άκρα]] σταυρωτά, όπως κατά τη [[διάρκεια]] της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· [[τεντώνω]] και [[καρφώνω]] μια [[προβιά]] για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''διαπασσᾰλεύω:''' атт. [[διαπατταλεύω]]<br /><b class="num">1)</b> [[пригвождать]], [[распинать]] (τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.);<br /><b class="num">2)</b> [[распяливать на гвоздях]] (sc. τὴν βύρσαν Arph.; τὸ [[δέρμα]] Plut.).
|lstext='''διαπασσᾰλεύω''': Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ [[ἄκρα]], ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.
}}
{{elnl
|elnltext=διαπασσαλεύω, Ion. voor διαπατταλεύω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[attic]] διαπαττ- fut. σω<br />to [[stretch]] out by nailing the extremities, as in crucifixion, Hdt.: to [[stretch]] out a [[hide]] for tanning, Ar.
|mdlsjtxt=[[attic]] διαπαττ- fut. σω<br />to [[stretch]] out by nailing the extremities, as in crucifixion, Hdt.: to [[stretch]] out a [[hide]] for tanning, Ar.
}}
}}

Revision as of 20:15, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διαπασσᾰλεύω Medium diacritics: διαπασσαλεύω Low diacritics: διαπασσαλεύω Capitals: ΔΙΑΠΑΣΣΑΛΕΥΩ
Transliteration A: diapassaleúō Transliteration B: diapassaleuō Transliteration C: diapassaleyo Beta Code: diapassaleu/w

English (LSJ)

Att. διαπατταλεύω, stretch out by nailing the extremities, πρὸς σανίδα Hdt.7.33; of a hide peg ged out for tanning, Ar.Eq. 371, cf. Plu.Art.17.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): át. διαπατταλεύω
sujetar con clavos, clavar como suplicio ἄνδρα ... ζῶντα πρὸς σανίδα Hdt.7.33, τὸ δέρμα Plu.Art.17, ἥλῳ ... τὰ στήθη Sch.A.Pr.64bH., en v. pas. διαπατταλευθήσει χαμαί serás clavado en tierra Ar.Eq.371.

German (Pape)

[Seite 594] ausspannen u. annageln, beim Kreuzigen, Her. 7, 33; Plut. Artax. 17; Leder, Ar. Equ. 369.

French (Bailly abrégé)

clouer qqn les membres écartés, crucifier.
Étymologie: διά, πασσαλεύω.
Syn. σταυρόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διαπασσαλεύω, Ion. voor διαπατταλεύω.

Russian (Dvoretsky)

διαπασσᾰλεύω: атт. διαπατταλεύω
1) пригвождать, распинать (τινὰ ζώοντα πρὸς σανίδα Her.);
2) распяливать на гвоздях (sc. τὴν βύρσαν Arph.; τὸ δέρμα Plut.).

Greek Monolingual

πασσαλεύω
βλ. διαπατταλεύω.

Greek Monotonic

διαπασσᾰλεύω: Αττ. διαπαττ-, μέλ. -σω, τεντώνω καρφώνοντας τα άκρα σταυρωτά, όπως κατά τη διάρκεια της σταύρωσης, σε Ηρόδ.· τεντώνω και καρφώνω μια προβιά για να την κατεργαστώ, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

διαπασσᾰλεύω: Ἀττ. διαπαττ-, τεντώνω καρφώνων τὰ ἄκρα, ὡς κατὰ τὴν σταύρωσιν, Ἡρόδ. 7. 33· ἐπὶ δορᾶς ἐκτεταμένης οὕτω πρὸς κατεργασίαν, Ἀριστοφ. Ἱππ. 371, πρβλ. Πλούτ. Ἀρτοξ. 17.

Middle Liddell

attic διαπαττ- fut. σω
to stretch out by nailing the extremities, as in crucifixion, Hdt.: to stretch out a hide for tanning, Ar.