καλύβη: Difference between revisions

From LSJ

κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → fortune is common to all, the future is unknown | fortune is common to all and the future unknown | fate is common to all and the future unknown

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ης (ἡ) :<br />cabane, hutte.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καλύπτω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />cabane, hutte.<br />'''Étymologie:''' cf. [[καλύπτω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κᾰλύβη''': , , ([[καλύπτω]]) ὡς καὶ νῦν, «καλύβα», Λατ. tugurium, Ἡρόδ. 5. 16, Θουκ. 1. 133., 2. 52, Θεόκρ. 21. 7, 18, κτλ.· τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερὰ [[καλύβη]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4591. ΙΙ. [[προκάλυμμα]], καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐν ῥάβδων Θεοπόμπου Ἱστ. 222, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 295· ― [[τύπος]] κάλυβι κατὰ μεταπλασμ. ἀντὶ [[καλύβη]] ἐν Ἀποσπάσμ. Σοφ (;) ἐν Παπύρ. Ὀξυρίγχ. ὑπὸ Grenf καὶ Hunt II. σ. 26.
|elnltext=καλύβη -ης, ἡ [καλύπτω] hut.
}}
{{elru
|elrutext='''κᾰλύβη:''' () хижина (διαιτᾶσθαι ἐν καλύβαις Thuc.): κ. [[πλεκτή]] Theocr. или κ. [[σχοινῖτις]] Anth. тростниковая хижина, шалаш.
}}
}}
{{eles
{{eles
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κᾰλύβη:''' [ῠ], ἡ ([[καλύπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[καλύβα]], [[καμπίνα]], [[θαλαμίσκος]], [[κελί]], Λατ. [[tugurium]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταφύγιο]], [[παραπέτασμα]], σε Ανθ.
|lsmtext='''κᾰλύβη:''' [ῠ], ἡ ([[καλύπτω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[καλύβα]], [[καμπίνα]], [[θαλαμίσκος]], [[κελί]], Λατ. [[tugurium]], σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> [[καταφύγιο]], [[παραπέτασμα]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κᾰλύβη:''' () хижина (διαιτᾶσθαι ἐν καλύβαις Thuc.): κ. [[πλεκτή]] Theocr. или κ. [[σχοινῖτις]] Anth. тростниковая хижина, шалаш.
|lstext='''κᾰλύβη''': , , ([[καλύπτω]]) ὡς καὶ νῦν, «καλύβα», Λατ. tugurium, Ἡρόδ. 5. 16, Θουκ. 1. 133., 2. 52, Θεόκρ. 21. 7, 18, κτλ.· τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερὰ [[καλύβη]] Συλλ. Ἐπιγρ. 4591. ΙΙ. [[προκάλυμμα]], καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐν ῥάβδων Θεοπόμπου Ἱστ. 222, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 295· ― [[τύπος]] κάλυβι κατὰ μεταπλασμ. ἀντὶ [[καλύβη]] ἐν Ἀποσπάσμ. Σοφ (;) ἐν Παπύρ. Ὀξυρίγχ. ὑπὸ Grenf καὶ Hunt II. σ. 26.
}}
{{elnl
|elnltext=καλύβη -ης, ἡ [καλύπτω] hut.
}}
}}
{{etym
{{etym

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰλῠβη Medium diacritics: καλύβη Low diacritics: καλύβη Capitals: ΚΑΛΥΒΗ
Transliteration A: kalýbē Transliteration B: kalybē Transliteration C: kalyvi Beta Code: kalu/bh

English (LSJ)

ἡ, A hut, cabin, Hdt.5.16, Th.1.133, 2.52, Theoc.21.7, 18, Agatharch.47, etc.; σχοινῖτις καλύβη AP7.295.7 (Leon.); ἡ ἱερὰ καλύβη, holy hutCIG4591 (Palestine). 2bridal bower, A.R.1.775. 3 sleeping-tent on roof of house, PFlor.335.2 (iii A. D.). II cover, screen, Theopomp.Hist.195.

German (Pape)

[Seite 1314] ἡ (καλύπτω), Obdach, Hütte, Zelt; Her. 5, 16; οἰκιῶν γὰρ οὐχ ὑπαρχουσῶν, ἀλλ' ἐν καλύβαις πνιγηραῖς διαιτωμένων Thuc. 2, 52; Sp.; Ath. XII, 517 f aus Theopomp. καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐκ ῥάβδων; – σχοινῖτις Leon. Tar. 91 (VII, 295). Bei Ap. Rh. 1, 775 Brautgemach.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
cabane, hutte.
Étymologie: cf. καλύπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καλύβη -ης, ἡ [καλύπτω] hut.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλύβη: (ῠ) ἡ хижина (διαιτᾶσθαι ἐν καλύβαις Thuc.): κ. πλεκτή Theocr. или κ. σχοινῖτις Anth. тростниковая хижина, шалаш.

Spanish

tienda

Greek Monolingual

η (AM καλύβη)
βλ. καλύβα.

Greek Monotonic

κᾰλύβη: [ῠ], ἡ (καλύπτω),
I. καλύβα, καμπίνα, θαλαμίσκος, κελί, Λατ. tugurium, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.
II. καταφύγιο, παραπέτασμα, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

κᾰλύβη: ῠ, ἡ, (καλύπτω) ὡς καὶ νῦν, «καλύβα», Λατ. tugurium, Ἡρόδ. 5. 16, Θουκ. 1. 133., 2. 52, Θεόκρ. 21. 7, 18, κτλ.· τοῦ Θεοῦ ἡ ἱερὰ καλύβη Συλλ. Ἐπιγρ. 4591. ΙΙ. προκάλυμμα, καλύβας περιβάλλοντες περὶ τὰς κλίνας, αἳ πεπλεγμέναι εἰσὶν ἐν ῥάβδων Θεοπόμπου Ἱστ. 222, πρβλ. Ἀνθ. Π. 7. 295· ― τύπος κάλυβι κατὰ μεταπλασμ. ἀντὶ καλύβη ἐν Ἀποσπάσμ. Σοφ (;) ἐν Παπύρ. Ὀξυρίγχ. ὑπὸ Grenf καὶ Hunt II. σ. 26.

Frisk Etymological English

Grammatical information: f.
Meaning: hut, cabin (Hdt.); bridal bower (A.R.); sleeping-tent (PFlor. 335.2).
Other forms: Also καλυβός (Epigr.Gr. 260, Cyrene). κολυβός ἔπαυλις H.
Derivatives: καλυβίτης `living in a hut'; καλυβοποιέομαι make oneself a cabin (Str.).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: The variant adduced by Fur. 343 shows that the word is Pre-Greek. Pre-Greek has a rule α - υ > ο - υ Fur. 340.

Middle Liddell

κᾰλῠ́βη, ἡ, καλύπτω
I. a hut, cabin, cell, Lat. tugurium, Hdt., Thuc., etc.
II. a cover, screen, Anth.

English (Woodhouse)

hut

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)