καταθορυβέω: Difference between revisions

From LSJ

γέλως ἄκαιρος κλαυμάτων παραίτιος → ill-timed laughter causes tears (Menander)

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 19: Line 19:
|mltxt=(Α [[καταθορυβῶ]], [[καταθορυβέω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημιουργώ]] πολύ θόρυβο, [[χαλώ]] τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ανησυχήσει, τον [[αναστατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζαλίζω]] κάποιον με τον θόρυβο, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει.
|mltxt=(Α [[καταθορυβῶ]], [[καταθορυβέω]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[δημιουργώ]] πολύ θόρυβο, [[χαλώ]] τον κόσμο<br /><b>νεοελλ.-αρχ.</b><br />[[κάνω]] κάποιον να ανησυχήσει, τον [[αναστατώνω]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[ζαλίζω]] κάποιον με τον θόρυβο, [[κάνω]] κάποιον να τά χάσει.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταθορῠβέω''': [[ἐγείρω]] θόρυβον [[ἐναντίον]] τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) [[καθόλου]], διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.
|elnltext=κατα-θορυβέω overschreeuwen, door rumoer tot zwijgen brengen.
}}
{{elru
|elrutext='''καταθορῠβέω:''' [[смущать криками]], [[заглушать шумом]]: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] θόρυβο [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.
|lsmtext='''καταθορῠβέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[σηκώνω]] θόρυβο [[εναντίον]] κάποιου, σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταθορῠβέω:''' [[смущать криками]], [[заглушать шумом]]: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.
|lstext='''καταθορῠβέω''': [[ἐγείρω]] θόρυβον [[ἐναντίον]] τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) [[καθόλου]], διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-θορυβέω overschreeuwen, door rumoer tot zwijgen brengen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to cry [[down]], Plat.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br />to cry [[down]], Plat.
}}
}}

Revision as of 20:30, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταθορῠβέω Medium diacritics: καταθορυβέω Low diacritics: καταθορυβέω Capitals: ΚΑΤΑΘΟΡΥΒΕΩ
Transliteration A: katathorybéō Transliteration B: katathorybeō Transliteration C: katathoryveo Beta Code: kataqorube/w

English (LSJ)

shout down, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Pl.Prt.319c:—Act. in Numen. ap. Eus. PE14.6: also c. acc. cogn., τὴν ἀπὸ ἁμάξης πομπείαν πᾶσαν κατεθορύβει ibid.

German (Pape)

[Seite 1349] gegen Einen anlärmen, lärmend gegen ihn Etwas vorbringen, Sp.; Schol. Ar. Equ. 1017 erkl. dadurch κατακράζω; – niederlärmen, durch Lärmen zum Schweigen bringen, ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθείς Plat. Prot. 319 c; vgl. Poll. 8, 154.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
1 troubler, interrompre par des cris ou du tumulte;
2 causer un grand trouble, troubler profondément.
Étymologie: κατά, θορυβέω.

Greek Monolingual

καταθορυβῶ, καταθορυβέω)
νεοελλ.
δημιουργώ πολύ θόρυβο, χαλώ τον κόσμο
νεοελλ.-αρχ.
κάνω κάποιον να ανησυχήσει, τον αναστατώνω
αρχ.
ζαλίζω κάποιον με τον θόρυβο, κάνω κάποιον να τά χάσει.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-θορυβέω overschreeuwen, door rumoer tot zwijgen brengen.

Russian (Dvoretsky)

καταθορῠβέω: смущать криками, заглушать шумом: καταθορυβηθείς Plat. сбитый с толку шумом.

Greek Monotonic

καταθορῠβέω: μέλ. -ήσω, σηκώνω θόρυβο εναντίον κάποιου, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

καταθορῠβέω: ἐγείρω θόρυβον ἐναντίον τινός, παραζαλίζω τινὰ διὰ τοῦ θορύβου, ἕως ἂν ἀποστῇ ὁ ἐπιχειρῶν λέγειν καταθορυβηθεὶς Πλάτ. Πρωτ. 319C. 2) καθόλου, διαταράττω, ἐνοχλῶ, Νουμήν. παρ’ Εὐσ. ἐν Εὐαγγ. Προπ. 14. 6.

Middle Liddell

fut. ήσω
to cry down, Plat.