Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

καταχήνη: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ης (ἡ) :<br />dérision, moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίνω]].
|btext=ης (ἡ) :<br />dérision, moquerie.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[χαίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''καταχήνη''': ἡ [[κατάγελως]], [[περίγελως]], [[καταφρόνησις]], Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. [[καταχαίνω]])· Καταχῆναι [[εἶναι]] [[ὄνομα]] δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. [[εἶδος]] φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ [[σχῆμα]] ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970·- τὸ «[[φάσμα]]» (νυκτερὶς) καλεῖται [[σήμερον]] ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.
|elnltext=καταχήνη -ης, ἡ [κατά, χαίνω] bespotting.
}}
{{elru
|elrutext='''καταχήνη:''' ἡ [[насмешка]], [[глумление]] Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''καταχήνη:''' ἡ (χᾰνεῖν), [[περίγελως]], [[καταφρόνηση]], σε Αριστοφ.
|lsmtext='''καταχήνη:''' ἡ (χᾰνεῖν), [[περίγελως]], [[καταφρόνηση]], σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταχήνη:''' ἡ [[насмешка]], [[глумление]] Arph.
|lstext='''καταχήνη''': ἡ [[κατάγελως]], [[περίγελως]], [[καταφρόνησις]], Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. [[καταχαίνω]])· Καταχῆναι [[εἶναι]] [[ὄνομα]] δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. [[εἶδος]] φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ [[σχῆμα]] ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970·- τὸ «[[φάσμα]]» (νυκτερὶς) καλεῖται [[σήμερον]] ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.
}}
{{elnl
|elnltext=καταχήνη -ης, [κατά, χαίνω] bespotting.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κατα-χήνη, ἡ, [χᾰνεῖν]<br />[[derision]], [[mockery]], Ar.
|mdlsjtxt=κατα-χήνη, ἡ, [χᾰνεῖν]<br />[[derision]], [[mockery]], Ar.
}}
}}

Revision as of 20:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχήνη Medium diacritics: καταχήνη Low diacritics: καταχήνη Capitals: ΚΑΤΑΧΗΝΗ
Transliteration A: katachḗnē Transliteration B: katachēnē Transliteration C: katachini Beta Code: kataxh/nh

English (LSJ)

ἡ, A flouting, mockery, Ar.V.575, Ec.631; Καταχῆναι, αἱ, title of play, IG14.1097.8. II amulet in the shape of a locust offered in the Acropolis of Athens, Hsch.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
dérision, moquerie.
Étymologie: κατά, χαίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχήνη -ης, ἡ [κατά, χαίνω] bespotting.

Russian (Dvoretsky)

καταχήνη:насмешка, глумление Arph.

Greek Monolingual

καταχήνη, ἡ (Α)
1. περίγελος, εμπαιγμός κοροϊδία («ἆρ οὐ μεγάλη τοῦτ' ἔστ' ἀρχὴ καὶ τοῦ πλούτου καταχήνη;», Αριστοφ.)
2. (στον πληθ. ως κύριο όν.) Καταχῆναι
τίτλος ενός δράματος επιγρ.
3. (κατά τον Ησύχ.) είδος φυλαχτού κατά της βασκανίας, με σχήμα ακρίδας, που προσφερόταν στους επισκέπτες στην Ακρόπολη τών Αθηνών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -χήνη (< θ. χην- του χαίνω, πρβλ. παρακμ. κέ-χην-α), πρβλ. κυσο-χήνη].

Greek Monotonic

καταχήνη: ἡ (χᾰνεῖν), περίγελως, καταφρόνηση, σε Αριστοφ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχήνη: ἡ κατάγελως, περίγελως, καταφρόνησις, Ἀριστοφ. Σφῆκ. 575, Ἐκκλ. 631 (πρβλ. καταχαίνω)· Καταχῆναι εἶναι ὄνομα δράματος ἐν τῆ Συλλ. Ἐπιγρ. 229. 8. ΙΙ. εἶδος φυλακτηρίου ἔχοντος τὸ σχῆμα ἀκρίδος καὶ προσφερομένου ἐν τῇ Ἀκροπόλει τῶν Ἀθηνῶν. Ἡσύχ., ἴδε Λοβεκ. Ἀγλαόφ. 970·- τὸ «φάσμα» (νυκτερὶς) καλεῖται σήμερον ἐν Ρόδῳ καταχανᾶς, C. T. Newton.

Middle Liddell

κατα-χήνη, ἡ, [χᾰνεῖν]
derision, mockery, Ar.