κατοπτήρ: Difference between revisions
μηδενὶ συμφορὰν ὀνειδίσῃς, κοινὴ γὰρ ἡ τύχη καὶ τὸ μέλλον ἀόρατον → never mock a disaster, fate is common to all and the future unknown
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />éclaireur, espion.<br />'''Étymologie:''' [[κατόψομαι]]. | |btext=ῆρος (ὁ) :<br />éclaireur, espion.<br />'''Étymologie:''' [[κατόψομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κατοπτήρ -ῆρος, ὁ [κατοπτεύω] spion; geneesk. speculum. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κατοπτήρ:''' ῆρος ὁ разведчик, соглядатай: κατοπτῆρας στρατοῦ πέμπειν Aesch., высылать разведчиков для наблюдения за (неприятельским) войском. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κατοπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Αισχύλ. | |lsmtext='''κατοπτήρ:''' -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Αισχύλ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κατοπτήρ''': ῆρος, ὁ, ὁ κατοπτεύων, [[κατάσκοπος]], [[πρόσκοπος]], σκοποὺς καὶ κ. στρατοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 36. II. χειρουργικόν τι [[ἐργαλεῖον]], Λατ. speculum, τὸ καλούμενον [[ἑδροδιαστολεύς]], Ἱππ. 884D, 893F, Γαλην. Γλωσσ. | ||
}} | }} | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=(see also: [[κατόπτης]]) [[spy]] | |woodrun=(see also: [[κατόπτης]]) [[spy]] | ||
}} | }} |
Revision as of 20:40, 2 October 2022
English (LSJ)
ῆρος, ὁ, A spy, scout, A.Th.36 (pl.). II = ἑδροδιαστολεύς, Hp.Fist.3, Haem.5 (κάτοπτρον Erot.).
German (Pape)
[Seite 1404] ῆρος, ὁ, der Späher, Kundschafter, καὶ σκοποὶ στρατοῦ Aesch. Spt. 36. – Bei den Chirurgen ein Instrument zur Erweiterung verengter Kanäle, Sonde, Hippocr.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
éclaireur, espion.
Étymologie: κατόψομαι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κατοπτήρ -ῆρος, ὁ [κατοπτεύω] spion; geneesk. speculum.
Russian (Dvoretsky)
κατοπτήρ: ῆρος ὁ разведчик, соглядатай: κατοπτῆρας στρατοῦ πέμπειν Aesch., высылать разведчиков для наблюдения за (неприятельским) войском.
Greek Monolingual
κατοπτήρ, -ῆρος, ὁ (Α)
1. κατάσκοπος, ανιχνευτής («σκοποὺς δὲ κἀγὼ καὶ κατοπτῆρας στρατοῦ ἔπεμψα», Αισχύλ.)
2. το χειρουργικό εργαλείο εδροδιαστολέας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -οπτήρ (< ὀπτήρ < θ. οπ- του ὄπωπα «βλέπω»), πρβλ. διοπτήρ, εποπτήρ].
Greek Monotonic
κατοπτήρ: -ῆρος, ὁ, = το επόμ., σε Αισχύλ.
Greek (Liddell-Scott)
κατοπτήρ: ῆρος, ὁ, ὁ κατοπτεύων, κατάσκοπος, πρόσκοπος, σκοποὺς καὶ κ. στρατοῦ Αἰσχύλ. Θήβ. 36. II. χειρουργικόν τι ἐργαλεῖον, Λατ. speculum, τὸ καλούμενον ἑδροδιαστολεύς, Ἱππ. 884D, 893F, Γαλην. Γλωσσ.