κινάβρα: Difference between revisions
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ας (ἡ) :<br />odeur de bouc ; odeur infecte (des aisselles).<br />'''Étymologie:''' DELG -. | |btext=ας (ἡ) :<br />odeur de bouc ; odeur infecte (des aisselles).<br />'''Étymologie:''' DELG -. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=κινάβρα -ας, ἡ stank van geiten. sik (van een bok). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''κῐνάβρα:''' ἡ [[запах козла]] Luc. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''κῐνάβρα:''' ἡ, η [[δυσωδία]] των τράγων, σε Λουκ. | |lsmtext='''κῐνάβρα:''' ἡ, η [[δυσωδία]] των τράγων, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''κῐνάβρα''': ἡ, «ἡ ἐν τοῖς τράγοις [[δυσωδία]], [[ὥσπερ]] καὶ ἡ ἐν ταῖς μασχάλαις» Πολυδ. Β΄, 77 (κοινῶς κεναύρα)· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς πυκνῆς καὶ [[μεγάλης]] γενειάδος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· κατὰ τὸ Λεξικὸν Φωτ.: «[[κινάβρα]]· [[μικρολογία]]· οἱ δὲ τὰ ἀποκαθάρματα· οἱ δὲ τὴν τῆς ἀλώπεκος σόβην»· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναβρεύματα, τά, «κιναβρεύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα». | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |
Revision as of 20:45, 2 October 2022
English (LSJ)
ἡ, rank smell of a he-goat, Luc.Bis Acc.10, Poll.2.77; also of men, Luc.DMar.1.5, al.; also, goatish beard, Id.DMort.10.9: metaph., = κιμβεία, Phot.
German (Pape)
[Seite 1438] ἡ, der Gestank des Bockes, Luc. bis acc. 10; der Geruch des Schweißes unter den Achseln, Eupolis bei Poll. 2, 77; eines schmutzigen Bartes, Luc. D. mort. 10, 9.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
odeur de bouc ; odeur infecte (des aisselles).
Étymologie: DELG -.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
κινάβρα -ας, ἡ stank van geiten. sik (van een bok).
Russian (Dvoretsky)
κῐνάβρα: ἡ запах козла Luc.
Greek Monolingual
η (Α κινάβρα)
1. η ιδιάζουσα οσμή τών τράγων, τραγίλα
2. (για πρόσ.) η μυρωδιά του ιδρώτα
αρχ.
1. η γενειάδα («ἀνθρωπινώτερος νῦν ἀναπέφηνας άποθέμενος σαυτοῦ τήν κινάβραν», Λουκιαν.)
2. (κατά τον Φώτ.) α) μικρολογία
β) τα περιττώματα
γ) το πυκνό τρίχωμα της αλεπούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση με τον τ. κενέβρειος «ψόφιος» παραμένει αμφίβολη].
Greek Monotonic
κῐνάβρα: ἡ, η δυσωδία των τράγων, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
κῐνάβρα: ἡ, «ἡ ἐν τοῖς τράγοις δυσωδία, ὥσπερ καὶ ἡ ἐν ταῖς μασχάλαις» Πολυδ. Β΄, 77 (κοινῶς κεναύρα)· ὡσαύτως ἐπὶ τῆς πυκνῆς καὶ μεγάλης γενειάδος, Λουκ. Νεκρ. Διάλ. 10. 9· κατὰ τὸ Λεξικὸν Φωτ.: «κινάβρα· μικρολογία· οἱ δὲ τὰ ἀποκαθάρματα· οἱ δὲ τὴν τῆς ἀλώπεκος σόβην»· ― ὁ Ἡσύχ. ἔχει κιναβρεύματα, τά, «κιναβρεύματα· ἀποκαθάρματα ὄζοντα».
Frisk Etymological English
Grammatical information: f.
Meaning: smell of a (he-)goat (Luc., Poll.).
Derivatives: κιναβράω smell like a goat (Ar. Pl. 294).
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]
Etymology: Unexplained. Doubts about the usual connection with κενέβρειος in Schwyzer 350. No doubt a Pre-Greek word.
Middle Liddell
κῐνάβρα, ἡ,
the rank smell of a he-goat, Luc.
Frisk Etymology German
κινάβρα: {kinábra}
Grammar: f.
Meaning: Bocksgeruch (Luk., Poll.)
Derivative: mit κιναβράω nach Bock riechen (Ar. Pl. 294).
Etymology: Unerklärt. Begründeter Zweifel an der herkömmlichen Zusammenstellung mit κενέβρειος bei Schwyzer 350.
Page 1,853