κλιντήρ: Difference between revisions

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />lit de repos, chaise longue.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]].
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />lit de repos, chaise longue.<br />'''Étymologie:''' [[κλίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κλιντήρ''': ῆρος, , ([[κλίνω]]), ἀνάκλιντρον, Ὀδ. Σ. 190. Θεόκρ. 2. 86, 113., 24. 43· [[νεκροδόκος]] κλ., [[φέρετρον]] νεκρικόν, Ἀνθ. Π. 7. 634, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγ. 450. 5.
|elnltext=κλιντήρ -ῆρος, ὁ [κλίνω] divan; leunstoel.
}}
{{elru
|elrutext='''κλιντήρ:''' ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: [[νεκροδόκος]] κ. Anth. ложе смерти, смертный одр.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''κλιντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[κλίνω]]), [[καναπές]], [[ανάκλιντρο]], ξαπλώστα, [[ντιβάνι]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
|lsmtext='''κλιντήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[κλίνω]]), [[καναπές]], [[ανάκλιντρο]], ξαπλώστα, [[ντιβάνι]], σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κλιντήρ:''' ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: [[νεκροδόκος]] κ. Anth. ложе смерти, смертный одр.
|lstext='''κλιντήρ''': ῆρος, , ([[κλίνω]]), ἀνάκλιντρον, Ὀδ. Σ. 190. Θεόκρ. 2. 86, 113., 24. 43· [[νεκροδόκος]] κλ., [[φέρετρον]] νεκρικόν, Ἀνθ. Π. 7. 634, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγ. 450. 5.
}}
{{elnl
|elnltext=κλιντήρ -ῆρος, ὁ [κλίνω] divan; leunstoel.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κλιντήρ]], ῆρος, [[κλίνω]]<br />a [[couch]], sofa, Od., Theocr.
|mdlsjtxt=[[κλιντήρ]], ῆρος, [[κλίνω]]<br />a [[couch]], sofa, Od., Theocr.
}}
}}

Revision as of 20:55, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλιντήρ Medium diacritics: κλιντήρ Low diacritics: κλιντήρ Capitals: ΚΛΙΝΤΗΡ
Transliteration A: klintḗr Transliteration B: klintēr Transliteration C: klintir Beta Code: klinth/r

English (LSJ)

ῆρος, ὁ, κλίνω) couch, Od.18.190, Theoc.2.86, 113, 24.43, Call.Iamb.1.112 (sic Pap., not κλωστῆρας), Tryph.441, Luc.Symp.8, 44; νεκροδόκος κλιντήρ = bier, AP7.634 (Antiphil.), cf.Epigr.Gr.450.5 (Batanaea).

German (Pape)

[Seite 1454] ῆρος, ὁ, Lehnstuhl oder Ruhebett; Od. 18, 189 εὗδε δ' ἀνακλινθεῖσα' λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι; Sp., wie Theocr. 2, 86; Luc. Conv. 44; B. A. 272, 19. – Auch νεκροδόκος, die Bahre, Antiphil. 35 (VII, 634).

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
lit de repos, chaise longue.
Étymologie: κλίνω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλιντήρ -ῆρος, ὁ [κλίνω] divan; leunstoel.

Russian (Dvoretsky)

κλιντήρ: ῆρος ὁ ложе Hom., Theocr.: νεκροδόκος κ. Anth. ложе смерти, смертный одр.

English (Autenrieth)

ῆρος: couch, sofa. (See cut.)

Greek Monolingual

ο (AM κλιντήρ, -ῆρος)
το ανάκλιντρο τών αρχαίων («ὧδε δ' ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δὲ οἰ ἅψεα πάντα, αὐτοῦ ἐνὶ κλιντῆρι», Ομ. Οδ.)
νεοελλ.
είδος χαμηλού ευρύχωρου καθίσματος με ερεισίνωτο και βραχίονες, πολυθρόνα («ερρίφθη επί μαλακού κλιντήρος καγχάζων», Π. Καλλιγ.)
αρχ.
φρ. «νεκροδόκος κλιντήρ» — φέρετρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλίνω + κατάλ. -τήρ / -τῆρος (πρβλ. ζωστήρ, κλιμακτήρ)].

Greek Monotonic

κλιντήρ: -ῆρος, ὁ (κλίνω), καναπές, ανάκλιντρο, ξαπλώστα, ντιβάνι, σε Ομήρ. Οδ., Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κλιντήρ: ῆρος, ὁ, (κλίνω), ἀνάκλιντρον, Ὀδ. Σ. 190. Θεόκρ. 2. 86, 113., 24. 43· νεκροδόκος κλ., φέρετρον νεκρικόν, Ἀνθ. Π. 7. 634, πρβλ. Ἑλλ. Ἐπιγ. 450. 5.

Middle Liddell

κλιντήρ, ῆρος, κλίνω
a couch, sofa, Od., Theocr.