κυνίζω: Difference between revisions

From LSJ

Υἱῷ μέγιστον ἀγαθόν ἐστ' ἔμφρων πατήρ → Prudente patre bonum non maius filio → Dem Sohn ist ein verständiger Vater größtes Gut

Menander, Monostichoi, 525
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=<i>f. att.</i> κυνιῶ;<br />vivre en chien, en philosophe cynique.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]].
|btext=<i>f. att.</i> κυνιῶ;<br />vivre en chien, en philosophe cynique.<br />'''Étymologie:''' [[κύων]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κῠνίζω''': φέρομαι ὡς [[κύων]]· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, [[ἀνήκω]] εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., [[κυνιστέον]], δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.
|elnltext=κυνίζω [κύων] leven volgens de Cynische filosofie, Cynicus zijn.
}}
{{elru
|elrutext='''κυνίζω:''' [[жить или держать себя как киник]] Luc., Diog. L.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''κῠνίζω:''' ([[κύων]]), κάνω τον [[σκύλο]]· μεταφ., ζω όπως [[ένας]] Κυνικός [[φιλόσοφος]], όπως [[κάποιος]] που ανήκει στην [[κάστα]] του, σε Λουκ.
|lsmtext='''κῠνίζω:''' ([[κύων]]), κάνω τον [[σκύλο]]· μεταφ., ζω όπως [[ένας]] Κυνικός [[φιλόσοφος]], όπως [[κάποιος]] που ανήκει στην [[κάστα]] του, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κυνίζω:''' [[жить или держать себя как киник]] Luc., Diog. L.
|lstext='''κῠνίζω''': φέρομαι ὡς [[κύων]]· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, [[ἀνήκω]] εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., [[κυνιστέον]], δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.
}}
{{elnl
|elnltext=κυνίζω [κύων] leven volgens de Cynische filosofie, Cynicus zijn.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κῠνίζω, [[κύων]]<br />to [[play]] the dog: metaph. to [[live]] like a Cynic, belong to [[their]] [[sect]], Luc.
|mdlsjtxt=κῠνίζω, [[κύων]]<br />to [[play]] the dog: metaph. to [[live]] like a Cynic, belong to [[their]] [[sect]], Luc.
}}
}}

Revision as of 21:00, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠνίζω Medium diacritics: κυνίζω Low diacritics: κυνίζω Capitals: ΚΥΝΙΖΩ
Transliteration A: kynízō Transliteration B: kynizō Transliteration C: kynizo Beta Code: kuni/zw

English (LSJ)

fut. κυνιῶ Stoic.3.162, Apollod.ib.261:— play the dog: metaph., live like a Cynic, Il.cc., Arr.Epict.3.22.1, Luc. Peregr.43, Ath. 13.588f, Jul.Or.6.182a.

French (Bailly abrégé)

f. att. κυνιῶ;
vivre en chien, en philosophe cynique.
Étymologie: κύων.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κυνίζω [κύων] leven volgens de Cynische filosofie, Cynicus zijn.

Russian (Dvoretsky)

κυνίζω: жить или держать себя как киник Luc., Diog. L.

Greek Monolingual

κυνίζω (Α) κύων
ασπάζομαι τη θεωρία τών Κυνικών και ζω σύμφωνα με αυτήν («τὸ μειράκιον τὸ ὡραῖον, ὅ ἔπεισε κυνίζειν», Λουκιαν.).

Greek Monotonic

κῠνίζω: (κύων), κάνω τον σκύλο· μεταφ., ζω όπως ένας Κυνικός φιλόσοφος, όπως κάποιος που ανήκει στην κάστα του, σε Λουκ.

Greek (Liddell-Scott)

κῠνίζω: φέρομαι ὡς κύων· μεταφ., ζῶ κυνικῶς, ἀνήκω εἰς τὴν αἵρεσιν τῶν κυνικῶν φιλοσόφων, Διογ. Λ. 7. 121, Λουκ. Περεγρ. 43, Ἀθήν. 588F, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 22, 1· ― ῥημ. ἐπίθ., κυνιστέον, δεῖ κυνίζειν, Ἰουλιαν. σ. 204.

Middle Liddell

κῠνίζω, κύων
to play the dog: metaph. to live like a Cynic, belong to their sect, Luc.