παμπησία: Difference between revisions

From LSJ

καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br />possession entière, pleine propriété.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πάομαι]].
|btext=ας (ἡ) :<br />possession entière, pleine propriété.<br />'''Étymologie:''' [[πᾶν]], [[πάομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παμπησία''': , (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς [[κτῆσις]], σύμπασα ἡ [[περιουσία]], Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.
|elnltext=παμπησία -ας, ἡ [πᾶς,* πάομαι] gehele bezit:. διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν zij verdeelden hun hele bezit Aeschl. Sept. 817.
}}
{{elru
|elrutext='''παμπησία:''' ἡ [[полное обладание]] (κτημάτων Aesch.): [[ἥδε]] σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παμπησία:''' ἡ ([[πάομαι]]), [[ολοσχερής]] [[κτήση]], ολοκληρωτική [[κατοχή]], σε Αισχύλ., Ευρ.
|lsmtext='''παμπησία:''' ἡ ([[πάομαι]]), [[ολοσχερής]] [[κτήση]], ολοκληρωτική [[κατοχή]], σε Αισχύλ., Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παμπησία:''' ἡ [[полное обладание]] (κτημάτων Aesch.): [[ἥδε]] σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.
|lstext='''παμπησία''': , (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς [[κτῆσις]], σύμπασα ἡ [[περιουσία]], Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.
}}
{{elnl
|elnltext=παμπησία -ας, ἡ [πᾶς,* πάομαι] gehele bezit:. διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν zij verdeelden hun hele bezit Aeschl. Sept. 817.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj

Revision as of 21:04, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παμπησία Medium diacritics: παμπησία Low diacritics: παμπησία Capitals: ΠΑΜΠΗΣΙΑ
Transliteration A: pampēsía Transliteration B: pampēsia Transliteration C: pampisia Beta Code: pamphsi/a

English (LSJ)

ἡ, (πέπαμαι) entire possession, full property, A. Th.817, E.Ion1305, Ar.Ec.868.

German (Pape)

[Seite 454] ἡ, ganzer Besitz, Gesammtbesitz; διέλαχον κτημάτων παμπησίαν, Aesch. Spt. 799; Eur. Ion 1305; αἴρεσθε τὴν παμπησίαν, Ar. Eccl. 868.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
possession entière, pleine propriété.
Étymologie: πᾶν, πάομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

παμπησία -ας, ἡ [πᾶς,* πάομαι] gehele bezit:. διέλαχον... κτημάτων παμπησίαν zij verdeelden hun hele bezit Aeschl. Sept. 817.

Russian (Dvoretsky)

παμπησία:полное обладание (κτημάτων Aesch.): ἥδε σοὶ π. Eur. вот что принадлежит целиком тебе.

Greek Monolingual

παμπησία, ἡ (Α)
πλήρης ιδιοκτησία, ολοσχερής κτήση («διέλαχον κτημάτων παμπησίαν», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -πησία (< πέπαμαι «κατέχω, εξουσιάζω»), κατά τα θηλ. σε -ησία (πρβλ. παρρησία, πανοικησία), μέσω αμάρτυρου πάν-πητος].

Greek Monotonic

παμπησία: ἡ (πάομαι), ολοσχερής κτήση, ολοκληρωτική κατοχή, σε Αισχύλ., Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

παμπησία: ἡ, (πέπᾱμαι) ὀλοσχερὴς κτῆσις, σύμπασα ἡ περιουσία, Αἰσχύλ. Θήβ. 817, Εὐρ. Ἴων 1305, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 868.

Middle Liddell

παμ-πησία, ἡ, πάομαι
entire possession, the full property, Aesch., Eur.

English (Woodhouse)

inheritance, property, full possession

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)