πολύφλοισβος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br />au bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φλοῖσβος]].
|btext=ος, ον :<br />au bruit retentissant.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φλοῖσβος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύφλοισβος''': -ον, [[πολύηχος]], [[πολυτάραχος]], [[πολυκίνητος]], πολυφλοίσβοιο θαλάσης Ἰλ. Α. 34, Β. 209, Ὀδ. Ν. 85, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Ἀρχίλ. 8, κλπ.
|elnltext=πολύφλοισβος -ον [πολύς, φλοῖσβος] luid bruisend:. μέτρα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης de grenzen van de luid bruisende zee Hes. Op. 648.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύφλοισβος:''' [[многошумный]], [[ревущий]], [[бушующий]] ([[θάλασσα]] Hom., Hes., Plut.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πολύφλοισβος:''' -ον, αυτός που παφλάζει με [[δύναμη]], ηχεί [[δυνατά]], [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
|lsmtext='''πολύφλοισβος:''' -ον, αυτός που παφλάζει με [[δύναμη]], ηχεί [[δυνατά]], [[θάλασσα]], σε Όμηρ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύφλοισβος:''' [[многошумный]], [[ревущий]], [[бушующий]] ([[θάλασσα]] Hom., Hes., Plut.).
|lstext='''πολύφλοισβος''': -ον, [[πολύηχος]], [[πολυτάραχος]], [[πολυκίνητος]], πολυφλοίσβοιο θαλάσης Ἰλ. Α. 34, Β. 209, Ὀδ. Ν. 85, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Ἀρχίλ. 8, κλπ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύφλοισβος -ον [πολύς, φλοῖσβος] luid bruisend:. μέτρα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης de grenzen van de luid bruisende zee Hes. Op. 648.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-φλοισβος, ον,<br />[[loud]]-[[roaring]], [[θάλασσα]] Hom., etc.
|mdlsjtxt=[[πολύ]]-φλοισβος, ον,<br />[[loud]]-[[roaring]], [[θάλασσα]] Hom., etc.
}}
}}

Revision as of 21:35, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολύφλοισβος Medium diacritics: πολύφλοισβος Low diacritics: πολύφλοισβος Capitals: ΠΟΛΥΦΛΟΙΣΒΟΣ
Transliteration A: polýphloisbos Transliteration B: polyphloisbos Transliteration C: polyfloisvos Beta Code: polu/floisbos

English (LSJ)

ον, loud-roaring, θάλασσα Il.1.34, Hes. Op.648, Archil.9.3, Diph.126.4, etc.; σπουδή confused dissertation, Olymp.Alch.p.92 B.

German (Pape)

[Seite 676] viel od. laut rauschend; Beiname des Meeres, Il. 1, 34. 6, 347 u. öfter, wie Hes.; Archil. 48 u. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au bruit retentissant.
Étymologie: πολύς, φλοῖσβος.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολύφλοισβος -ον [πολύς, φλοῖσβος] luid bruisend:. μέτρα πολυφλοίσβοιο θαλάσσης de grenzen van de luid bruisende zee Hes. Op. 648.

Russian (Dvoretsky)

πολύφλοισβος: многошумный, ревущий, бушующий (θάλασσα Hom., Hes., Plut.).

English (Autenrieth)

(φλοῖσβος): loudroaring, always πολυφλοίσβοιο θαλάσσης.

Greek Monolingual

-η, -ο / πολύφλοισβος, -ον, ΝΑ
(για θάλασσα και για κύματα) αυτός που κάνει πολύ θόρυβο, πολυτάραχος, θορυβώδης (α. «παρὰ θῖνα πολυφλοίσβιο θαλάσσης», Ομ. Ιλ.
β. «πολυφλοίσβοισι θαλάσσης κύμασιν», Ανθ. Παλ.)
αρχ.
1. (για μέλαθρο ή συμπόσιο) ο γεμάτος θόρυβο
2. υπερπλήρης, ξέχειλος
3. μτφ. άφθονος
4. φρ. «πολύφλοισβος σπουδή» — συγκεχυμένη μελέτη, συγκεχυμένη πραγματεία.
επίρρ...
πολυφλοίσβως
κατά τρόπο πολύφλοισβο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + φλοῖσβος (πρβλ. βαρύ-φλοισβος)].

Greek Monotonic

πολύφλοισβος: -ον, αυτός που παφλάζει με δύναμη, ηχεί δυνατά, θάλασσα, σε Όμηρ. κ.λπ.

Greek (Liddell-Scott)

πολύφλοισβος: -ον, πολύηχος, πολυτάραχος, πολυκίνητος, πολυφλοίσβοιο θαλάσης Ἰλ. Α. 34, Β. 209, Ὀδ. Ν. 85, κ. ἀλλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 646, Ἀρχίλ. 8, κλπ.

Middle Liddell

πολύ-φλοισβος, ον,
loud-roaring, θάλασσα Hom., etc.