προβάδην: Difference between revisions
Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσος → Medicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en s'avançant;<br /><b>2</b> peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]], -δην. | |btext=<i>adv.</i><br /><b>1</b> en s'avançant;<br /><b>2</b> peu à peu.<br />'''Étymologie:''' [[προβαίνω]], -δην. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προβάδην [προβαίνω] adv., onder het voortgaan. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προβάδην:''' (ᾰ) adv.<br /><b class="num">1)</b> [[двигаясь вперед]], [[на ходу]] Hes.;<br /><b class="num">2)</b> [[вперед]] (ἐξάγειν Arph.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''προβάδην:''' [ᾰ] ([[προβαίνω]]), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· [[προβάδην]] ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα [[εμπρός]], σε Αριστοφ. | |lsmtext='''προβάδην:''' [ᾰ] ([[προβαίνω]]), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· [[προβάδην]] ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα [[εμπρός]], σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προβάδην''': [ᾰ], Ἐπίρρ. ([[προβαίνω]]) προβαίνων, περιπατῶν, μήτ’ ἐν ὁδῷ μήτ’ ἐκτὸς ὁδοῦ [[προβάδην]] οὐρήσῃς, ἐν ᾧ περιπατεῖς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 727· πρ. ἔξαγε, ἄγε, ὁδήγει πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστ. Βάτρ. 351· μεταφορ., ὁ βαθμηδὸν προχωρῶν, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 121. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[προβαίνω]]<br />as one walks, Hes.; πρ. ἔξαγε [[lead]] them out [[onward]], Ar. | |mdlsjtxt=[[προβαίνω]]<br />as one walks, Hes.; πρ. ἔξαγε [[lead]] them out [[onward]], Ar. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:35, 2 October 2022
English (LSJ)
[ᾰ], Adv., (προβαίνω) as one walks, Hes.Op729; π. ἔξαγε lead them out onward, Ar.Ra.352 (lyr.): metaph., advancing gradually, of intervals in musical scales, Iamb.VP26.121.
German (Pape)
[Seite 709] vorwärts gehend, im Vorwärtsgehen, Hes. O. 731; vorausgehend, Ar. Ran. 351; – allmälig fortschreitend, nach und nach, Sp., wie Iambl. V. P. § 121.
French (Bailly abrégé)
adv.
1 en s'avançant;
2 peu à peu.
Étymologie: προβαίνω, -δην.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προβάδην [προβαίνω] adv., onder het voortgaan.
Russian (Dvoretsky)
προβάδην: (ᾰ) adv.
1) двигаясь вперед, на ходу Hes.;
2) вперед (ἐξάγειν Arph.).
Greek Monolingual
Α
επίρρ.
1. περπατώντας μπροστά («μήτ' ἐν ὁδῷ μήτ' ἐκτὸς ὁδοῦ προβάδην οὐρήσῃς», Ησίοδ.)
2. μτφ. βαθμηδόν, βαθμιαία
3. φρ. «προβάδην ἐξάγω» — οδηγώ προς τα εμπρός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προβαίνω + επιρρμ. κατάλ. -δην (πρβλ. κατα-βάδην, περι-βάδην), βλ. και λ. βάδην.
Greek Monotonic
προβάδην: [ᾰ] (προβαίνω), επίρρ., βαδίζοντας, σε Ησίοδ.· προβάδην ἔξαγε, τους οδήγησε προς τα εμπρός, σε Αριστοφ.
Greek (Liddell-Scott)
προβάδην: [ᾰ], Ἐπίρρ. (προβαίνω) προβαίνων, περιπατῶν, μήτ’ ἐν ὁδῷ μήτ’ ἐκτὸς ὁδοῦ προβάδην οὐρήσῃς, ἐν ᾧ περιπατεῖς, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 727· πρ. ἔξαγε, ἄγε, ὁδήγει πρὸς τὰ ἐμπρός, Ἀριστ. Βάτρ. 351· μεταφορ., ὁ βαθμηδὸν προχωρῶν, Ἰάμβλιχ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 121.
Middle Liddell
προβαίνω
as one walks, Hes.; πρ. ἔξαγε lead them out onward, Ar.