προλάζυμαι: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=prendre <i>ou</i> saisir d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λάζυμαι]].
|btext=prendre <i>ou</i> saisir d'avance.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[λάζυμαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προλάζῠμαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, [[προαπολαύω]], [[προλάζυμαι]] οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.
|elnltext=προ-λάζυμαι eerder grijpen, met gen.; overdr.: π. τῆς ἡδονῆς bij voorbaat genieten Eur. Ion 1027.
}}
{{elru
|elrutext='''προλάζῠμαι:''' (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προλάζῠμαι:''' αποθ., [[λαμβάνω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, <i>τινος</i>, [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ.
|lsmtext='''προλάζῠμαι:''' αποθ., [[λαμβάνω]] από [[πριν]] ή εκ των προτέρων, <i>τινος</i>, [[μέρος]] από κάποιο [[πράγμα]], σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προλάζῠμαι:''' (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).
|lstext='''προλάζῠμαι''': ἀποθ., [[λαμβάνω]] πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, [[προαπολαύω]], [[προλάζυμαι]] οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, [[μέρος]] τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-λάζυμαι eerder grijpen, met gen.; overdr.: π. τῆς ἡδονῆς bij voorbaat genieten Eur. Ion 1027.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[receive]] [[beforehand]] or by [[anticipation]], τινος [[some]] of a [[thing]], Eur.
|mdlsjtxt=<br />Dep. to [[receive]] [[beforehand]] or by [[anticipation]], τινος [[some]] of a [[thing]], Eur.
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προλάζῠμαι Medium diacritics: προλάζυμαι Low diacritics: προλάζυμαι Capitals: ΠΡΟΛΑΖΥΜΑΙ
Transliteration A: prolázymai Transliteration B: prolazymai Transliteration C: prolazymai Beta Code: prola/zumai

English (LSJ)

receive beforehand or receive by anticipation, c. gen. partit., τῆς ἡδονῆς E.Ion1027.

German (Pape)

[Seite 732] nur praes., = προλαμβάνω, Eur. Ion. 1027.

French (Bailly abrégé)

prendre ou saisir d'avance.
Étymologie: πρό, λάζυμαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προ-λάζυμαι eerder grijpen, met gen.; overdr.: π. τῆς ἡδονῆς bij voorbaat genieten Eur. Ion 1027.

Russian (Dvoretsky)

προλάζῠμαι: (только praes.) предвосхищать, предвкушать (τῆς ἡδονῆς Eur.).

Greek Monolingual

Α
(ποιητ. τ.) απολαμβάνω κάτι προηγουμένως ή εκ τών προτέρων, προγεύομαιπρολάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῇς ἡδονῆς» Ευρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + λάζυμαι, ιων. τ. του λάζομαι «λαμβάνω»].

Greek Monotonic

προλάζῠμαι: αποθ., λαμβάνω από πριν ή εκ των προτέρων, τινος, μέρος από κάποιο πράγμα, σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

προλάζῠμαι: ἀποθ., λαμβάνω πρότερον, ἢ ἐκ τῶν προτέρων, προαπολαύω, προλάζυμαι οὖν τῷ χρόνῳ τῆς ἡδονῆς, μέρος τι τῆς ἡδονῆς, Εὐρ. Ἴων 1027 πρβλ. λάζυμαι ἐν τέλ.

Middle Liddell


Dep. to receive beforehand or by anticipation, τινος some of a thing, Eur.