πρίζω: Difference between revisions

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f. Moy. 3ᵉ sg.</i> πριεῖται;<br /><i>c.</i> [[πρίω]].
|btext=<i>f. Moy. 3ᵉ sg.</i> πριεῖται;<br /><i>c.</i> [[πρίω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[πρίω]], [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C [[εἶναι]] πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *[[πρίαμαι]]). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.
|elnltext=πρίζω [~ πρίω] zagen.
}}
{{elru
|elrutext='''πρίζω:''' Plat., Plut., NT = [[πρίω]] I.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 25: Line 28:
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] με [[πριόνι]], [[πριονίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ῥίνῃ [[πρίζω]]» — [[ρινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. [[πρίω]].
|mltxt=Α<br /><b>1.</b> [[κόβω]] [[κάτι]] με [[πριόνι]], [[πριονίζω]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «ῥίνῃ [[πρίζω]]» — [[ρινίζω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. [[πρίω]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρίζω:''' Plat., Plut., NT = [[πρίω]] I.
|lstext='''πρίζω''': μέλλ. -ίσω, = [[πρίω]], [[πριονίζω]], [[κόπτω]] διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C [[εἶναι]] πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *[[πρίαμαι]]). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.
}}
{{elnl
|elnltext=πρίζω [~ πρίω] zagen.
}}
}}
{{Chinese
{{Chinese
|sngr='''原文音譯''':pr⋯zw 普里索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':鋸<br />'''字義溯源''':鋸為兩段,被鋸鋸死,鋸開;源自([[Πρίσκιλλα]])X*=鋸)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 被鋸鋸死(1) 來11:37
|sngr='''原文音譯''':pr⋯zw 普里索<br />'''詞類次數''':動詞(1)<br />'''原文字根''':鋸<br />'''字義溯源''':鋸為兩段,被鋸鋸死,鋸開;源自([[Πρίσκιλλα]])X*=鋸)<br />'''出現次數''':總共(1);來(1)<br />'''譯字彙編''':<br />1) 被鋸鋸死(1) 來11:37
}}
}}

Revision as of 21:40, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρίζω Medium diacritics: πρίζω Low diacritics: πρίζω Capitals: ΠΡΙΖΩ
Transliteration A: prízō Transliteration B: prizō Transliteration C: prizo Beta Code: pri/zw

English (LSJ)

A = πρίω, saw, Pl.Thg.124b (s.v.l.), D.S.4.76, Heliod. ap. Orib.47.14.3: impf. ἔπριζον LXXAm.1.3. II file, ῥίνῃ πρίζειν Gal.12.848.

German (Pape)

[Seite 701] = πρίω, sägen, spalten; Plat. Theag. 124 a u. Sp.; πριεῖται, Plut. non posse 17; vgl. Poll. 7, 114.

French (Bailly abrégé)

f. Moy. 3ᵉ sg. πριεῖται;
c. πρίω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρίζω [~ πρίω] zagen.

Russian (Dvoretsky)

πρίζω: Plat., Plut., NT = πρίω I.

English (Strong)

a strengthened form of a primary prio (to saw); to saw in two: saw asunder.

Greek Monolingual

Α
1. κόβω κάτι με πριόνι, πριονίζω
2. φρ. «ῥίνῃ πρίζω» — ρινίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σπάνιος μτγν. τ. του ρ. πρίω.

Greek (Liddell-Scott)

πρίζω: μέλλ. -ίσω, = πρίω, πριονίζω, κόπτω διὰ πρίονος, Πλάτ. Θεάγ. 124Α, πρβλ. Πολυδ. Ζ΄, 114· - ὁ μέσ. μέλλ. πριεῖται ἐν Πλουτ. 2. 1099C εἶναι πιθ. ἡμαρτημένη γραφ. ἀντὶ τοῦ πρίηται (ἐκ τοῦ *πρίαμαι). - Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. σ. 234 κἑξ., 860.

Chinese

原文音譯:pr⋯zw 普里索
詞類次數:動詞(1)
原文字根:鋸
字義溯源:鋸為兩段,被鋸鋸死,鋸開;源自(Πρίσκιλλα)X*=鋸)
出現次數:總共(1);來(1)
譯字彙編
1) 被鋸鋸死(1) 來11:37