προσμειδιάω: Difference between revisions
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$3$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 19: | Line 19: | ||
|mltxt=[[προσμειδιῶ]], [[προσμειδιάω]], ΝΜΑ [[μειδιῶ]]<br /><b>1.</b> [[χαμογελώ]] σε κάποιον με [[συμπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ευμενής]] [[απέναντι]] σε κάποιον, τον επικοδιμάζω<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για την [[τύχη]]) [[ευνοώ]] («αὐτοῖς ἡ [[τύχη]] προσεμειδίασε», Χορίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[μειδίαμα]] στα χείλη, [[είμαι]] [[χαμογελαστός]]. | |mltxt=[[προσμειδιῶ]], [[προσμειδιάω]], ΝΜΑ [[μειδιῶ]]<br /><b>1.</b> [[χαμογελώ]] σε κάποιον με [[συμπάθεια]]<br /><b>2.</b> [[είμαι]] [[ευμενής]] [[απέναντι]] σε κάποιον, τον επικοδιμάζω<br /><b>3.</b> ([[ιδίως]] για την [[τύχη]]) [[ευνοώ]] («αὐτοῖς ἡ [[τύχη]] προσεμειδίασε», Χορίκ.)<br /><b>αρχ.</b><br />έχω [[μειδίαμα]] στα χείλη, [[είμαι]] [[χαμογελαστός]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=προσ-μειδιάω toelachen. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''προσμειδιάω:''' [[улыбаться]], [[обращаться с улыбкой]] (τινι Plut., Luc.). | |||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''προσμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον με την [[έννοια]] της επιδοκιμασίας, Λατ. [[arrideo]], σε Λουκ. | |lsmtext='''προσμειδιάω:''' μέλ. -άσω [ᾱ], [[χαμογελώ]] σε κάποιον με την [[έννοια]] της επιδοκιμασίας, Λατ. [[arrideo]], σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''προσμειδιάω''': μειδιῶ [[πρός]] τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[smile]] [[upon]], with a [[sense]] of approving, Lat. [[arrideo]], Luc. | |mdlsjtxt=fut. άσω<br />to [[smile]] [[upon]], with a [[sense]] of approving, Lat. [[arrideo]], Luc. | ||
}} | }} |
Revision as of 21:45, 2 October 2022
English (LSJ)
smile upon, τινι Plu.2.821f, etc.; εὑρησιλογίαις ib. 28a; αὐτοῖς ἡ Τύχη -εμειδίασε Chor.Brum.6: abs., Luc.Merc.Cond.7, 16.
German (Pape)
[Seite 772] anlächeln, zulächeln, τινί, Luc. merc. cond. 7. 16; Plut., der auch verbindet ὄχλων ἀεὶ τῷ διδόντι προσμειδιώντων ἐφήμερόν τινα καὶ ἀβέβαιον δόξαν, reip. ger. praec. 29; vgl. Lob. Phryn. p. 463.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
sourire à, τινι ; τινί τι faire à qqn la faveur de qch.
Étymologie: πρός, μειδιάω.
Greek Monolingual
προσμειδιῶ, προσμειδιάω, ΝΜΑ μειδιῶ
1. χαμογελώ σε κάποιον με συμπάθεια
2. είμαι ευμενής απέναντι σε κάποιον, τον επικοδιμάζω
3. (ιδίως για την τύχη) ευνοώ («αὐτοῖς ἡ τύχη προσεμειδίασε», Χορίκ.)
αρχ.
έχω μειδίαμα στα χείλη, είμαι χαμογελαστός.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
προσ-μειδιάω toelachen.
Russian (Dvoretsky)
προσμειδιάω: улыбаться, обращаться с улыбкой (τινι Plut., Luc.).
Greek Monotonic
προσμειδιάω: μέλ. -άσω [ᾱ], χαμογελώ σε κάποιον με την έννοια της επιδοκιμασίας, Λατ. arrideo, σε Λουκ.
Greek (Liddell-Scott)
προσμειδιάω: μειδιῶ πρός τινα μετὰ τῆς ἐννοίας τοῦ ἐπιδοκιμάζω, Λατ. arrideo, τινι Πλούτ. 2. 23Α, 821F, κτλ.· ἀπολ., Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 7 καὶ 16.
Middle Liddell
fut. άσω
to smile upon, with a sense of approving, Lat. arrideo, Luc.