πρόσοιδα: Difference between revisions

From LSJ

Ἔνεισι καὶ γυναιξὶ σώφρονες τρόποι → Insunt modesti mores etiam mulieri → Auch Frauen haben in sich weise Lebensart

Menander, Monostichoi, 160
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἶδα]].
|btext=v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρός]], [[οἶδα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρόσοιδα''': πρκμ. [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος (ἴδε *[[εἴδω]] Β), [[οἶδα]], γινώσκω [[προσέτι]], προσειδέναι [[χάριν]], εἰδέναι [[χάριν]] [[προσέτι]], Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.
|elnltext=πρόσ-οιδα perf. met fut. προσείσομαι: ook weten; alleen in vaste uitdr.. χάριν προσειδέναι bovendien dankbaar zijn Plat. Ap. 20a.<br />πρόσοιδα, perf. zonder praes., ook weten, alleen in uitdr.. χάριν προσειδέναι nog dankbaar zijn bovendien Plat. Ap. 20a.
}}
{{elru
|elrutext='''πρόσοιδα:''' pf. к * [[προσείδω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρόσοιδα:''' παρακ. [[χωρίς]] ενεστ. (βλ. *[[εἴδω]] Β), [[γνωρίζω]] [[επιπλέον]]· [[προσειδέναι]] [[χάριν]], [[οφείλω]] [[επιπλέον]] [[χάρη]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
|lsmtext='''πρόσοιδα:''' παρακ. [[χωρίς]] ενεστ. (βλ. *[[εἴδω]] Β), [[γνωρίζω]] [[επιπλέον]]· [[προσειδέναι]] [[χάριν]], [[οφείλω]] [[επιπλέον]] [[χάρη]], σε Αριστοφ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρόσοιδα:''' pf. к * [[προσείδω]].
|lstext='''πρόσοιδα''': πρκμ. [[ἄνευ]] ἐνεστῶτος (ἴδε *[[εἴδω]] Β), [[οἶδα]], γινώσκω [[προσέτι]], προσειδέναι [[χάριν]], εἰδέναι [[χάριν]] [[προσέτι]], Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.
}}
{{elnl
|elnltext=πρόσ-οιδα perf. met fut. προσείσομαι: ook weten; alleen in vaste uitdr.. χάριν προσειδέναι bovendien dankbaar zijn Plat. Ap. 20a.<br />πρόσοιδα, perf. zonder praes., ook weten, alleen in uitdr.. χάριν προσειδέναι nog dankbaar zijn bovendien Plat. Ap. 20a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[perf. without any pres. in use] [v. *[[εἴδω]] B]<br />to [[know]] [[besides]]; [[προσειδέναι]] [[χάριν]] to owe [[thanks]] [[besides]], Ar., Plat.
|mdlsjtxt=[perf. without any pres. in use] [v. *[[εἴδω]] B]<br />to [[know]] [[besides]]; [[προσειδέναι]] [[χάριν]] to owe [[thanks]] [[besides]], Ar., Plat.
}}
}}

Revision as of 21:50, 2 October 2022

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόσοιδα Medium diacritics: πρόσοιδα Low diacritics: πρόσοιδα Capitals: ΠΡΟΣΟΙΔΑ
Transliteration A: prósoida Transliteration B: prosoida Transliteration C: prosoida Beta Code: pro/soida

English (LSJ)

pf. without pres. in use (cf. Εἴδω), prop. know besides: only in phrase χάριν προσειδέναι be grateful besides, Pl.Ap.20a; χάριν προσείσομαι Ar.V.1420.

German (Pape)

[Seite 774] s. προσείδω.

French (Bailly abrégé)

v. *προσείδω, savoir en outre : χάριν, savoir en outre gré à qqn.
Étymologie: πρός, οἶδα.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόσ-οιδα perf. met fut. προσείσομαι: ook weten; alleen in vaste uitdr.. χάριν προσειδέναι bovendien dankbaar zijn Plat. Ap. 20a.
πρόσοιδα, perf. zonder praes., ook weten, alleen in uitdr.. χάριν προσειδέναι nog dankbaar zijn bovendien Plat. Ap. 20a.

Russian (Dvoretsky)

πρόσοιδα: pf. к * προσείδω.

Greek Monolingual

Α
(παρακμ. ενός αμάρτυρου ενεστ.)
1. γνωρίζω και κάτι ακόμη
2. φρ. «χάριν προσειδέναι» — είμαι ακόμη μια φορά ευγνώμων σε κάποιον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προσ- + οἶδα «γνωρίζω»].

Greek Monotonic

πρόσοιδα: παρακ. χωρίς ενεστ. (βλ. *εἴδω Β), γνωρίζω επιπλέον· προσειδέναι χάριν, οφείλω επιπλέον χάρη, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

πρόσοιδα: πρκμ. ἄνευ ἐνεστῶτος (ἴδε *εἴδω Β), οἶδα, γινώσκω προσέτι, προσειδέναι χάριν, εἰδέναι χάριν προσέτι, Ἀριστοφ. Σφ. 1420 (ὁ Δινδ. πρὸς εἰδ.), Πλάτ. Ἀπολ. 20Α.

Middle Liddell

[perf. without any pres. in use] [v. *εἴδω B]
to know besides; προσειδέναι χάριν to owe thanks besides, Ar., Plat.